Το Μέγα Γεροντικόν
Ὅταν μερικοὶ ἀδελφοὶ τῆς Σκήτης ἄκουσαν γι᾿ αὐτόν, ἦρθαν νὰ
τὸν δοῦν καὶ μπῆκαν στὸν τόπο, ὅπου ὁ ἴδιος ἐργαζόταν.
Ἐκεῖνος ἀφοῦ τοὺς ἀσπάστηκε, στράφηκε πίσω καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται.
Οἱ ἀδελφοὶ βλέποντας αὐτὸ ποὺ ἔκανε τοῦ λένε: «Ἰωάννη, ποιὸς
σοῦ ἔδωσε τὸ σχῆμα ἢ ποιὸς σὲ ἔκανε μοναχὸ καὶ δὲν σοῦ δίδαξε νὰ παίρνεις ἀπ᾿
τοὺς ἀδελφοὺς τὸ ἐπανωφόρι καὶ νὰ τοὺς λές: εὐχηθεῖτε ἢ καθῖστε;»
Τοὺς ἀπαντᾶ:
«Ὁ Ἰωάννης ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν εὐκαιρεῖ γι᾿ αὐτά».
32. Ζοῦσε κάποτε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος
ποὺ τὸν ἔλεγαν Κοσμᾶ. Ἦταν ἀξιοθαύμαστος καὶ πολὺ ἐνάρετος, μὲ ταπεινὸ φρόνημα,
σπλαχνικός, ἐγκρατής, παρθένος, ἄνθρωπος τῆς ἡσυχίας, φιλόξενος, φίλος τῶν φτωχῶν.
Ἐπειδὴ ἐγὼ τοῦ εἶχα μεγάλη οἰκειότητα, μιὰ φορὰ τοῦ λέω:
«Κάνε ἀγάπη, πόσο χρόνο ζεῖς τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας;»
Ἐπειδὴ σώπαινε καὶ δὲν μοῦ ἔδινε κἂν μιὰ ἀπάντηση, πάλι τοῦ
λέω:
«Γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου πές μου».
Κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ γιὰ λίγο κρατήθηκε, μοῦ λέει:
«Ἔχω τριάντα τρία χρόνια».
Πάλι τοῦ λέω:
«Κάνε τέλεια τὴν ἀγάπη, γιατὶ ξέρεις πολὺ καλὰ ὅτι γιὰ ὠφέλεια
τῆς ψυχῆς σὲ ρωτῶ, πές μου, τόσο μεγάλο χρονικὸ διάστημα τῆς ἡσυχαστικῆς σου ζωῆς
τί κατόρθωσες;»
Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἀναστέναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, μοῦ λέει:
«Ἕνας ἄνθρωπος κοσμικὸς τί μπορεῖ νὰ κατορθώσει καὶ μάλιστα τὴ στιγμὴ ποὺ
κάθεται στὸ σπίτι του;»
Ὅμως ἐγὼ τὸν παρακαλοῦσα:
«Για χάρη τοῦ Κυρίου πές μου καὶ ὠφέλησέ με».
Καὶ ἐπειδὴ τὸν πίεσα πολύ, εἶπε:
«Συγχώρεσέ με, αὐτὰ τὰ τρία ξέρω ὅτι κατόρθωσα: νὰ μὴ γελῶ,
νὰ μὴν ὁρκίζομαι καὶ νὰ μὴ λέω ψέματα».
Ἐγὼ ὅταν τ᾿ ἄκουσα, δόξασα τὸν Θεό».
36. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας στὸν ἀββᾶ Μακάριο:
«Πές μου ἕναν λόγο».
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Νὰ ἀποφεύγεις τοὺς ἀνθρώπους».
Τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
«Τί σημαίνει νὰ ἀποφεύγει κανεὶς τοὺς ἀνθρώπους;»
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:
«Σημαίνει νὰ καθίσεις στὸ κελί σου καὶ νὰ κλάψεις τὶς ἁμαρτίες
σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου