Το Μέγα Γεροντικόν
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΘ´
4. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Δουλᾶς, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Βησαρίωνα:
Καθὼς βαδίζαμε κάποτε στὰ ἀμμώδη ὑψώματα δίπλα ἀπὸ τὴ
θάλασσα, δίψασα καὶ εἶπα στὸν ἀββᾶ Βησαρίωνα:
«Ἀββᾶ, διψῶ πολύ».
Καὶ ὁ Γέροντας, ἀφοῦ ἔκαμε εὐχή, μοῦ εἶπε:
«Πιὲς ἀπ᾿ τὴ θάλασσα».
Κι ἔγινε γλυκὸ τὸ νερὸ καὶ ἤπια. Ὡστόσο ὅμως ἐγὼ γέμισα καὶ
τὸ δοχεῖο μου, μὴ τυχὸν διψάσω παρακάτω.
Καὶ μόλις μὲ εἶδε ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε:
«Γιατί γέμισες νερό;»
«Συγχώρησέ με, τοῦ ἀπάντησα, μὴ τυχὸν διψάσω παραπέρα».
Καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Γέροντα:
«Ὁ Θεὸς εἶναι ἐδῶ ἀλλὰ καὶ παντοῦ εἶναι ὁ Θεός».
6. Κάποια ἄλλη φορὰ πάλι, καθὼς πηγαίναμε σὲ κάποιον
Γέροντα, πῆγε ὁ ἥλιος νὰ βασιλέψει. Προσευχήθηκε τότε ὁ Γέροντας καὶ εἶπε:
«Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, ἂς σταθεῖ ὁ ἥλιος ὥσπου νὰ φτάσω στὸν
δοῦλο σου». Κι ἔγινε ἔτσι.
13. Κάποια γυναῖκα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο τοῦ μαστοῦ, καθὼς ἄκουσε
σχετικὰ μὲ τὸν ἀββᾶ Λογγῖνο, ζήτησε νὰ τὸν συναντήσει.
Ἀσκήτευε ἐκεῖνος στὸ Ἔνατο τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Καθὼς τὸν ἀναζητοῦσε ἡ γυναῖκα, συμπτωματικὰ ὁ μακαριστὸς ἐκεῖνος
μάζευε ξύλα στὴν ἀκροθαλασσιά.
Μόλις τὸν συνάντησε τοῦ εἶπε:
«Ἀββᾶ, ποῦ μένει ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ;» χωρὶς
νὰ βάλει μὲ τὸ νοῦ της ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος.
Κι ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Τί τὸν θέλεις ἐκεῖνον τὸν ἀπατεῶνα;
Καθόλου μὴν πᾶς σ᾿ αὐτόν, γιατὶ εἶναι κατεργάρης. Καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχεις;»
Ἡ γυναῖκα τότε ἔδειξε τὸ πάθος της κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔκαμε τὸ
σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὸ μέρος ποὺ ἔπασχε, τὴν ἄφησε νὰ φύγει λέγοντάς της:
«Πήγαινε καὶ θὰ σὲ θεραπεύσει ὁ Θεός, γιατὶ ὁ Λογγῖνος σὲ
τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ σὲ ὠφελήσει».
Ἔφυγε ἡ γυναῖκα, ἀφοῦ πίστεψε στὸν λόγο του καὶ θεραπεύτηκε ἀμέσως.
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἀφοῦ διηγήθηκε σὲ κάποιους τὴν ὑπόθεση καὶ ἀνέφερε τὰ
χαρακτηριστικὰ τοῦ Γέροντα, διαπίστωσε ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἦταν ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος.
14. Ἄλλοτε πάλι τοῦ ῾φεραν κάποιο ἕναν δαιμονισμένο κι ἐκεῖνος
τοὺς εἶπε:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου