Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

Το Μέγα Γεροντικόν

Το Μέγα Γεροντικόν
«Ὁ ἕνας ἀπὸ μᾶς εἶναι τῆς Τετάρτης κι ὁ ἄλλος τῆς Παρασκευῆς. Αὐτὸς ὡς τὴ μέρα ποὺ πέθανε δὲν παρέλειπε νὰ νηστεύει Τετάρτη καὶ Παρασκευή, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἀκολουθήσαμε πίσω ἀπὸ τὸ σκήνωμά του. Ἐπειδὴ λοιπὸν μέχρι τὸν θάνατό του τήρησε τὴ νηστεία, κι ἐμεῖς μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο δοξάσαμε αὐτὸν ποὺ ἔκανε ἀγῶνα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου».

31. Ὁ μακάριος Παῦλος ὁ ἁπλός, ὁ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, διηγήθηκε στοὺς Πατέρες ὅτι κάποτε ἐπισκέφθηκε ἕνα μοναστῆρι γιὰ ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν. Μετὰ τὴ συνηθισμένη συνομιλία μεταξύ τους, μπῆκαν στὴν ἁγία τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία νὰ κάνουν τὴν καθιερωμένη ἀκολουθία. Ὁ μακάριος Παῦλος -λέει- πρόσεχε τὸν καθένα ποὺ ἔμπαινε στὴν ἐκκλησία, ἄραγε μὲ ποιὰ ψυχικὴ διάθεση ἐρχόταν στὴν ἀκολουθία. Γιατὶ ὁ Θεὸς καὶ αὐτὸ τὸ χάρισμα τοῦ εἶχε δώσει, νὰ βλέπει ποιὸς εἶναι ὁ καθένας στὴν ψυχή, ὅπως ἐμεῖς βλέπουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Ὅλοι ἔμπαιναν μὲ λαμπρὴ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ πρόσωπο χαρωπὸ καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ καθενὸς χαιρόταν μαζί του. Ἕναν -λέει- τὸν βλέπει μαῦρο καὶ σκοτεινὸ σ᾿ ὅλο του τὸ σῶμα. Δαίμονες τὸν περιτριγύριζαν κι ἀπ᾿ τὰ δυὸ μέρη, τὸν τραβοῦσαν καὶ τοῦ περνοῦσαν χαλινάρι στὴ μύτη, ἐνῷ ὁ ἄγγελός του ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακριά, σκυθρωπὸς καὶ θλιμμένος.
Ὁ Παῦλος κλαίγοντας καὶ χτυπώντας μὲ τὸ χέρι τὸ στῆθος, καθόταν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ θρηνοῦσε αὐτὸν ποὺ τὸν εἶδε σὲ τέτοια κατάσταση. Οἱ Πατέρες μπροστὰ στὴν παράξενη στάση τοῦ ἀββᾶ καὶ στὴν ἀπρόοπτη μεταβολή του σὲ δάκρυα καὶ πένθος, ἄρχισαν καὶ οἱ ἴδιοι νὰ θρηνοῦν, καὶ τὸν ρωτοῦσαν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς πεῖ τί εἶδε, φοβούμενοι μήπως τὸ ἔκανε γιατί εἶχε κάποιο παράπονο ἀπὸ ὅλους. Τὸν παρακαλοῦσαν ἀκόμη νὰ μπεῖ στὴν ἀκολουθία.
Ὁ Παῦλος ὅμως τοὺς ἀπομάκρυνε καὶ καθόταν ἔξω, θρηνώντας μὲ τὴν ψυχή του αὐτὸν ποὺ τὸν εἶδε ἔτσι.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἡ ἀκολουθία τελείωσε καὶ ὅλοι ἔβγαιναν. Ὁ Παῦλος πάλι παρατηροῦσε τὸν καθένα, θέλοντας νὰ δεῖ σὲ τί κατάσταση ἦσαν αὐτοὶ ποὺ ἔβγαιναν. Βλέπει λοιπὸν ἐκεῖνον τὸν ἄνδρα, τὸν μαῦρο καὶ ζοφερό, νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία λαμπρὸς στὸ σῶμα, τοὺς δαίμονες νὰ ἀκολουθοῦν κάπου μακριὰ καὶ τὸν ἅγιο ἄγγελο κοντά του νὰ τὸν συνοδεύει καὶ νὰ χαίρεται πολὺ γι᾿ αὐτόν. Ὁ Παῦλος ἀναπήδησε μὲ χαρὰ καὶ φώναζε εὐλογώντας τὸν Θεό:
«Ὢ ἀνέκφραστη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγαθότητα! Ὤ, δόξα στοὺς θείους οἰκτιρμούς Του καὶ στὴν ἄμετρη φιλανθρωπία Του!»
Τρέχοντας ἀμέσως ἀνέβηκε σὲ ψηλὸ σκαλοπάτι καὶ ἔλεγε μὲ μεγάλη φωνή:
«Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ τί καταπληκτικὰ καὶ ἀξιοθαύμαστα εἶναι. Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε αὐτὸν ποὺ θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια. Ἐλᾶτε νὰ τὸν προσκυνήσουμε, νὰ πέσουμε στὰ πόδια του 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου