ΛΟΓΟΣ Β’
Όταν ο Ευτρόπιος βρέθηκε έξω από την Εκκλησία και συνελήφθη.
Ο Ευτρόπιος λίγες μέρες αργότερα προσπάθησε να φύγει από την Κωνσταντινούπολη, και απομακρύνθηκε απο τον ναό που είχε καταφύγει. Το πλήθος τον αναγνώρισε και τον συνέλαβε. Τα γεγονότα αυτά έδωσαν την ευκαιρία στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, να εκφωνήσει αυτή την ομιλία. Ο Ευτρόπιος σώθηκε προσωρινά, αλλά μετά από λίγο καιρό εξορίστηκε στην Κύπρο και τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο.
1. Ευχάριστο βέβαια είναι το λιβάδι και ένας κήπος, αλλά πολύ πιο ευχάριστο πράγμα είναι η ανάγνωση των θείων Γραφών. Γιατί εκεί υπάρχουν άνθη που μαραίνονται, ενώ εδώ νοήματα που πάντα είναι ακμαία˙ εκεί είναι ο ζέφυρος που φυσάει, ενώ εδώ η αύρα του Πνεύματος˙ εκεί τα αγκάθια που φράζουν, ενώ εδώ η πρόνοια του Θεού που ασφαλίζει˙ εκεί τα τζιτζίκια τραγουδούν, ενώ εδώ οι προφήτες κελαϊδούν˙ εκεί η ευχαρίστηση από το θέαμα, ενώ εδώ η ωφέλεια από την ανάγνωση. Ο κήπος βρίσκεται σ’ ένα τόπο, ενώ οι Γραφές σε όλα τα μέρη της οικουμένης˙ ο κήπος δουλεύει ανάλογα με τις εποχές, ενώ οι Γραφές και το χειμώνα και το θέρος έχουν πλούσια φύλλα και είναι γεμάτες καρπούς. Άς προσέχουμε λοιπόν στην ανάγνωση των Γραφών, γιατί, αν προσέχεις στη Γραφή, σου απομακρύνει τη στενοχώρια, σου φυτεύει την ευχαρίστηση, αφανίζει την κακία, ριζώνει την αρετή, Δεν αφήνει στην αναταραχή των πραγμάτων να παθαίνεις αυτά που παθαίνουν όσοι ταλαιπωρούνται από τρικυμία. Η θάλασσα μαίνεται, εσύ όμως πλέεις με γαλήνη, γιατί έχεις κυβερνήτη την ανάγνωση των Γραφών και αυτό το σχοινί δεν το σπάζει ο πειρασμός των περιστάσεων.
Και ότι δε λέω ψέματα, το βεβαιώνουν τα ίδια τα πράγματα. Πολιορκήθηκε η Εκκλησία πριν λίγες ημέρες, ήρθε στρατός και από τα μάτια του πετούσε φωτιά, αλλά δε μάρανε την ελιά. Τα ξίφη είχαν γυμνωθεί και κανείς δεν πληγώθηκε. Η βασιλική αυλή ήταν σε αγωνία και η Εκκλησία σε ασφάλεια, παρ’ όλο βέβαια που ο πόλεμος μετακινήθηκε εδώ. Γιατί εδώ καταζητούνταν αυτός που κατέφυγε στην εκκλησία και εμείς παραστεκόμασταν χωρίς να φοβόμαστε το θυμό τους. Γιατί άραγε; Είχαμε ενέχυρο ασφαλισμένο το «εσύ είσαι ο Πέτρος και πάνω στην πέτρα αυτή θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου και οι πύλες του άδη δε θα την καταλάβουν». Και Εκκλησία λέγω όχι μόνο τον τόπο, αλλά και τον τρόπο, όχι μόνο τους τοίχους της Εκκλησίας, αλλά τους νόμους της Εκκλησίας. Όταν καταφεύγεις στην εκκλησία μην καταφεύγεις στον τόπο, αλλά στη γνώμη. Γιατί εκκλησία δεν είναι τοίχος και στέγη, αλλά πίστη και τρόπος ζωής.
Να μη λέγεις ότι παραδόθηκε από την Εκκλησία αυτός που παραδόθηκε˙ αν δεν άφηνε την Εκκλησία, δε θα παραδινόταν. Να μη λέγεις ότι και κατέφυγε και παραδόθηκε˙ δεν τον εγκατέλειψε η Εκκλησία, αλλ’ αυτός εγκατέλειψε την εκκλησία. Δεν παραδόθηκε από μέσα, αλλ’ από έξω. Γιατί εγκατέλειψε την εκκλησία; Ήθελες να σωθείς; Έπρεπε να κρατάς το θυσιαστήριο. Δεν ήταν εδώ οι τοίχοι, αλλά η πρόνοια του Θεού που σε ασφάλιζε. Είσαι αμαρτωλός; Δε σε διώχνει ο Θεός, γιατί δεν ήρθε να καλέσει δικαίους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια. Η πόρνη σώθηκε γιατί κράτησε τα πόδια του Κυρίου. Ακούσατε το σημερινό ανάγνωσμα; Και τα λέγω αυτά για να μην έχεις ποτέ αμφιβολία, όταν καταφεύγεις στην Εκκλησία. Μένε στην Εκκλησία και η Εκκλησία δε σε παραδίνει. Αν όμως φύγεις από την Εκκλησία, δεν είναι αιτία η Εκκλησία. Γιατί, αν είσαι μέσα, ο λύκος δεν μπαίνει σ’ αυτήν˙ αν όμως βγείς έξω, τότε θα σε συλλάβουν τα θηρία. Και αυτό δε συμβαίνει εξ αιτίας της μάνδρας, αλλ’ εξ αιτίας της δικής σου μικροψυχίας.
Τίποτε δεν είναι ίσο με την Εκκλησία. Μη μου λέγεις τα τείχη και τα όπλα, γιατί τα τείχη με το χρόνο παλαιώνουν, ενώ η Εκκλησία ποτέ δε γερνά. Τα τείχη οι βάρβαροι τα γκρεμίζουν, την Εκκλησία όμως ούτε οι δαίμονες τη νικούν. Και ότι τα λόγια αυτά δεν είναι μεγάλη καύχηση το μαρτυρούν τα πράγματα.
“Πόσοι ἐπολέμησαν τὴν ᾿Εκκλησίαν, καὶ οἱ πολεμήσαντες ἀπώλοντο; αὕτη δὲ ὑπὲρ τῶν οὐρανῶν ἀναβέβηκε. τοιοῦτον ἔχει μέγεθος ἡ ᾿Εκκλησία· πολεμουμένη νικᾷ· ἐπιβουλευομένη περιγίνεται· ὑβριζομένη, λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα, καὶ οὐ καταπίπτει ὑπὸ τῶν ἑλκῶν· κλυδωνίζεται, ἀλλ’ οὐ καταποντίζεται· χειμάζεται, ἀλλὰ ναυάγιον οὐχ ὑπομένει· παλαίει, ἀλλ’ οὐχ ἡττᾶται· πυκτεύει, ἀλλ’ οὐ νικᾶται. διὰ τί οὖν συνεχώρησε τὸν πόλεμον; ἵνα δείξῃ λαμπρότερον τὸ τρόπαιον”
Πόσοι πολέμησαν την Εκκλησία και αυτοί που την πολέμησαν χάθηκαν; Αυτή όμως ανέβηκε πάνω από τους ουρανούς. Τέτοιο μεγαλείο έχει η Εκκλησία. Όταν την πολεμούν, νικάει˙ όταν την επιβουλεύονται, θριαμβεύει˙ όταν τη βρίζουν, γίνεται λαμπρότερη˙ δέχεται τραύματα και δεν πέφτει από τις πληγές˙ κλυδωνίζεται, αλλά δεν καταποντίζεται˙ δοκιμάζεται από τρικυμίες, αλλά δεν παθαίνει ναυάγιο˙ παλεύει, αλλά μένει αήττητη˙ αγωνίζεται, αλλά δε νικιέται. Γιατί λοιπόν επέτρεψε τον πόλεμο; Για να δείξει πιο λαμπρό το τρόπαιο. Ήσαστε παρόντες την ημέρα εκείνη και βλέπατε πόσα όπλα κινούνταν, και ο θυμός του στρατού ήταν πιο δυνατός από τη φωτιά, και εμείς τρέχαμε στη βασιλική αυλή. Αλλά τι; Με τη χάρη του Θεού τίποτε από εκείνα δε μας τρόμαξε.
2. Αυτά όμως τα λέγω για να τα μιμηθείτε και σεις. Αλλά γιατί δεν τρομάξαμε; Επειδή δε φοβηθήκαμε κανένα από τα παρόντα κακά. Γιατί τι είναι κακό; Ο θάνατος; Δεν είναι αυτό κακό, γιατί γρήγορα φεύγουμε για το ακύμαντο λιμάνι. Μήπως οι δημεύσεις; «Γυμνός βγήκα από την κοιλιά της μητέρας μου, γυμνός και θα φύγω». Μήπως οι εξορίες; « Στον Κύριο ανήκει η γή και καθετί που τη γεμίζει». Μήπως οι συκοφαντίες; «Να χαίρεστε και να αγαλλιάσθε, όταν θα πουν εναντίον σας κάθε κακό πράγμα λέγοντας ψέματα, γιατί η ανταμοιβή σας θα είναι μεγάλη στους ουρανούς».
Έβλεπα τα ξίφη και σκεπτόμουν τον ουρανό˙ περίμενα το θάνατο και είχα στο νου μου την ανάσταση˙ έβλεπα τα γήινα πάθη και αριθμούσα τα ουράνια βραβεία˙ έβλεπα τις έχθρες και στοχαζόμουν το ουράνιο στεφάνι.
Γιατί η υπόθεση των αγώνων ήταν αρκετή για ενίσχυση και παρηγοριά. Εξορίσθηκα, αλλ’ αυτό δεν ήταν προσβολή για μένα˙ γιατί προσβολή ένα μόνο πράγμα είναι, η αμαρτία. Και αν ακόμη όλη η οικουμένη σε προσβάλλει, αν εσύ δεν προσβάλεις τον εαυτό σου, δεν προσβλήθηκες. Προδοσία είναι μόνο η προδοσία της συνείδησης. Μην προδώσεις τη συνείδησή σου και κανείς δε σε προδίδει.
Έφευγα τότε και έβλεπα τα πράγματα, ή καλύτερα τα λόγια μου να γίνονται πράγματα, την ομιλία μου, που έγινε με τα λόγια, να κηρύσσεται στην αγορά με τα πράγματα. Ποια ομιλία; Αυτήν που πάντοτε έλεγα. Φύσηξε άνεμος και έριξε κάτω τα φύλλα. «Ξεράθηκε το χορτάρι και το άνθος του έπεσε κάτω». Έφυγε η νύχτα και φάνηκε η ημέρα˙ διαλύθηκε η σκιά και φάνηκε η αλήθεια. Ανέβηκαν μέχρι τους ουρανούς και κατέβηκαν μέχρι τις πεδιάδες. Τα ψηλά κύματα συγκρατήθηκαν με τα ανθρώπινα πράγματα. Με ποιο τρόπο; Διδασκαλία ήταν όσα έγιναν. Και έλεγα μέσα μου˙ άραγε θα σωφρονισθούν οι άλλοι μετά απ’ αυτά; άραγε δε θα περάσουν δύο ημέρες και δε θα παραδοθούν στη λήθη αυτά που έγιναν; Οι υπομνήσεις μου ηχούσαν στα αυτιά σας. Πάλι θα πω, πάλι θα μιλήσω. Ποιο το όφελος; Ή καλύτερα μεγάλο όφελος. Γιατί, και αν ακόμη δεν ακούσουν όλοι, θ’ ακούσουν οι μισοί˙ και αν δεν ακούσουν οι μισοί, θ’ ακούσει το ένα τρίτο˙ και αν δεν ακούσει το ένα τρίτο, το ένα τέταρτο˙ και αν όχι το ένα τέταρτο, τουλάχιστον δέκα˙ και αν ούτε δέκα, τουλάχιστον πέντε˙ και αν όχι πέντε, τουλάχιστον ένας˙ και αν ούτε ένας, εγώ έχω ολόκληρο το μισθό μου˙ «Ξεράθηκε το χορτάρι και το άνθος του έπεσε κάτω, ο λόγος όμως του Θεού παραμένει αιώνιος».
3. Είδατε πόσο ασήμαντα είναι τα ανθρώπινα πράγματα; είδατε πόσο προσωρινή είναι η εξουσία; Είδατε τον πλούτο, που πάντοτε τον ονόμαζα δραπέτη, πώς δεν είναι μόνο δραπέτης, αλλά και ανθρωποκτόνος; Γιατί δεν εγκαταλείπει μόνο αυτούς που τον έχουν, αλλά και τους σφάζει. Γιατί, όταν κανείς τον λατρεύει, τότε πιο πολύ προδίδεται απ’ αυτόν. Τι λατρεύεις τον πλούτο που σήμερα είναι σε σένα και αύριο σ’ άλλον; Θέλεις να τον λατρέψεις; θέλεις να τον κρατήσεις; Μην τον κρύψεις στο χώμα, αλλά δώσε τον στα χέρια των φτωχών. Ο πλούτος είναι θηρίο˙ αν τον κρατάει κανείς, φεύγει˙ αν όμως τον σκορπίζει, μένει. Γιατί λέγει˙ «σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η δικαιοσύνη του μένει στον αιώνα». Σκόρπισέ τον για να μείνει˙ μην τον κρύψεις για να μη φύγει. Πού είναι ο πλούτος; Με ευχαρίστηση θα ερωτούσα αυτούς που έφυγαν.
Και τα λέγω αυτά όχι για να κατηγορήσω, μακριά μια τέτοια σκέψη, ούτε για να ξύσω πάλι τις πληγές, αλλά για να κάνω τα ναυάγια των άλλων λιμάνι για σας. Όταν ήταν οι στρατιώτες και τα ξίφη, όταν καιγόταν η πόλη, όταν το στέμμα δεν είχε δύναμη, όταν η πορφύρα βριζόταν, όταν όλα ήταν γεμάτα μανία, που βρισκόταν ο πλούτος; Πού τα ασημένια σκεύη; Πού τα ασημένια κρεβάτια; Πού οι δούλοι; Όλοι έφυγαν. Πού ήταν οι ευνούχοι; Όλοι δραπέτευσαν. Πού ήταν οι φίλοι; Άλλαζαν τα προσωπεία. Πού τα σπίτια; Ήταν κλειστά. Πού τα χρήματα; Έφυγε αυτός που τα είχε. Και τα χρήματα πού είναι; Παραχώθηκαν. Πού κρύφτηκαν όλα αυτά; Μήπως είμαι δυσάρεστος, μήπως είμαι ενοχλητικός, που λέω πάντοτε ότι ο πλούτος προδίδει αυτούς που τον χρησιμοποιούν με κακό τρόπο; Ήρθε ο καιρός να δείξει την αλήθεια των λόγων. Τι τον κρατάς αφού καθόλου δε σε ωφελεί στον πειρασμό; Αν έχει δύναμη, ας σε παρασταθεί όταν βρεθείς σε ανάγκη˙ αν όμως τότε φεύγει, τι τον χρειάζεσαι; Τα ίδια τα πράγματα το βεβαιώνουν. Ποιο το όφελος; Ξίφη ακονισμένα, θάνατος απειλούμενος, στρατός μανιασμένος, αναμονή τόσο μεγάλης απειλής˙ και ο πλούτος πουθενά. Πού έφυγε ο δραπέτης; Αυτός σου τα ετοίμασε όλα αυτά και στον καιρό της ανάγκης φεύγει.
Όμως πολλοί με κατηγορούν, λέγοντάς μου πάντοτε, γίνεσαι ενοχλητικός στους πλουσίους˙ μα και εκείνοι πάντοτε ενοχλούν τους φτωχούς. Εγώ πραγματικά γίνομαι ενοχλητικός στους πλουσίους, και όχι όλους τους πλουσίους, αλλά σ’ εκείνους που χρησιμοποιούν με κακό τρόπο τον πλούτο. Γιατί πάντοτε λέω ότι δεν κατηγορώ τον πλούσιο, αλλά τον άρπαγα. Άλλο όμως πλούσιος και άλλο άρπαγας, άλλο εύπορος και άλλο πλεονέκτης. Ξεχώριζε τα πράγματα και μη συγχέεις τα ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Είσαι πλούσιος; Δε σε εμποδίζω. Είσαι άρπαγας; Σε κατηγορώ. Έχεις τα δικά σου; Απολάμβανέ τα. Παίρνεις τα ξένα; Δε σιωπώ. Θέλεις να με λιθοβολήσεις; Είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου, μόνο την αμαρτία σου εμποδίζω. Εμένα δε μ’ ενδιαφέρει το μίσος, δε μ’ ενδιαφέρει η έχθρα˙ ένα πράγμα μόνο μ’ ενδιαφέρει, η προκοπή των ακροατών μου. Και οι πλούσιοι είναι δικά μου παιδιά, και οι φτωχοί δικά μου παιδιά˙ η ίδια κοιλιά πονούσε και για τους δύο, οι ίδιοι πόνοι τους γέννησαν και τους δύο. Αν λοιπόν ενοχλείς το φτωχό, σε κατηγορώ. Εξάλλου δεν είναι τόσο μεγάλη η ζημία του φτωχού όσο του πλουσίου. Γιατί ο φτωχός δεν παθαίνει καμιά μεγάλη ζημία, αφού ζημιώνεται σε χρήματα, εσύ όμως ζημιώνεσαι στην ψυχή. Όποιος θέλει ας με αποκεφαλίσει, όποιος θέλει ας με λιθοβολήσει, όποιος θέλει ας με μισήσει, γιατί οι επιβουλές είναι για μένα εγγυήσεις για στεφάνια και τα τραύματα πλήθος βραβείων.
4. Δε φοβάμαι λοιπόν την επιβουλή, ένα μόνο φοβάμαι, την αμαρτία. Ας μη με κατηγορήσει κανείς για αμαρτία, και ας με πολεμάει η οικουμένη ολόκληρη. Γιατί ο πόλεμος αυτός με κάνει περισσότερο λαμπρό. Έτσι θέσω ν’ ασκήσω και εσάς. Μη φοβηθείτε την επιβουλή του άρχοντα, αλλά φοβηθείτε τη δύναμη της αμαρτίας. Άνθρωπος δε θα σε βλάψει, αν δεν πληγώσεις εσύ τον εαυτό σου. Αν δεν έχεις αμαρτία, και αν ακόμη είναι παρόντα άπειρα ξίφη, ο Θεός σε σώζει. Αν όμως έχεις αμαρτία, και στον παράδεισο αν είσαι, τον χάνεις. Στον παράδεισο ο Αδάμ, και έπεσε˙ στην κοπριά ήταν ο Ιώβ, και στεφανώθηκε. Τι τον ωφέλησε εκείνον ο παράδεισος; ή τι τον έβλαψε αυτόν η κοπριά; Εκείνον κανείς δεν τον επιβουλεύθηκε, και έπεσε˙ αυτόν ο διάβολος τον επιβουλεύθηκε και στεφανώθηκε. Δεν του πήρε τα χρήματα του; Όμως την ευσέβειά του δεν την έκλεψε. Δεν του άρπαξε τα παιδιά του; Όμως την πίστη του δεν την κλόνισε. Δεν του έσκισε το σώμα του; Όμως το θησαυρό δεν τον βρήκε. Δεν όπλισε εναντίον του τη γυναίκα του; Όμως το στρατιώτη δεν τον νίκησε. Δεν έριξε τόξα και βέλη; Όμως τραύματα δε δέχθηκε. Έφερε μηχανήματα, αλλά τον πύργο δεν τον τράνταξε˙ προκάλεσε κύματα, αλλά το πλοίο δεν το βύθισε.
Αυτόν το νόμο τηρήστε μου, σας παρακαλώ, και σας πιάνω τα γόνατα σας, αν όχι με τα χέρια, αλλά με τη διάθεσή μου, και χύνω δάκρυα. Αυτόν το νόμο τηρήστε μου, και κανένας δε σας βλάπτει. Μη μακαρίζετε ποτέ πλούσιο, μην ταλανίζετε ποτέ κανένα, παρά μόνο αυτόν που ζει μέσα στην αμαρτία. Μακαρίζετε αυτόν που ζει με δικαιοσύνη. Γιατί όχι η φύση των πραγμάτων, αλλ’ η γνώμη των ανθρώπων κάνει και τον ένα και τον άλλο. Ποτέ να μη φοβηθείς τα ξίφη, αν δε σε κατηγορήσει η συνείδησή σου˙ ποτέ να μη φοβηθείς στον πόλεμο, αν η συνείδηση σου είναι καθαρή.
Πού είναι αυτοί που έφυγαν, πες μου; Δεν υποτάσσονταν όλοι; Δεν τους έτρεμαν περισσότερο όσοι είχαν την εξουσία; Δεν τους κολάκευαν; Ήρθε όμως η αμαρτία και όλα φανερώθηκαν. Οι υπηρέτες έγιναν δικαστές, και οι κόλακες έγιναν δήμιοι. Εκείνοι που καταφιλούσαν τα χέρια του, αυτοί τον τραβούσαν από την Εκκλησία˙ και αυτός που χθες φιλούσε το χέρι, σήμερα είναι εχθρός του. Για ποιο λόγο; Γιατί ούτε χθες το φιλούσε με ειλικρίνεια. Ήρθε λοιπόν ο καιρός και φανερώθηκαν τα προσωπεία. Δεν καταφιλούσες χθες τα χέρια του και τον ονόμαζες σωτήρα, και κηδεμόνα και ευεργέτη; Δεν του έπλεκες άπειρα εγκώμια; Γιατί σήμερα τον κατηγορείς; Χθες ήσουν εγκωμιαστής και σήμερα είσαι κατήγορος; Χθες τον επαινούσες και σήμερα τον κατηγορείς; Ποιος είναι ο λόγος της μεταβολής; Ποιος είναι ο λόγος της αλλαγής;
5. Εγώ όμως δεν είμαι τέτοιος ˙ αλλ’, αν και επιβουλευόμουν απ’ αυτόν, έγινα προστάτης του. Έπαθα άπειρα κακά και δεν τα ανταπέδωσα. Γιατί μιμούμαι το δικό μου Κύριο, ο οποίος επάνω στο σταυρό έλεγε, «συγχώρησε τους, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Και τα λέγω αυτά για να μη διαφθείρεστε από την υποψία των πονηρών. Πόσες μεταβολές έχουν γίνει από τότε που έγινα επίσκοπος της πόλης, και κανείς δε σωφρονίζεται; Και όταν λέγω κανείς, δεν κατηγορώ όλους – μακριά μια τέτοια σκέψη. Γιατί δεν είναι δυνατό η γη αυτή η γόνιμη, που δέχθηκε σπέρματα, να μη βγάλει στάχυα. Εγώ όμως είμαι αχόρταγος, δε θέλω να σωθούν λίγοι, αλλ’ όλοι. Και αν ακόμη ένας απομείνει χαμένος, εγώ χάνομαι, και θεωρώ σωστό να μιμούμαι τον ποιμένα εκείνον, που είχε ενενήντα εννέα πρόβατα και έτρεξε στο ένα το πλανημένο. Μέχρι πότε τα χρήματα; Μέχρι πότε ο άργυρος; Μέχρι πότε το κρασί που χύνεται; Μέχρι πότε οι κολακείες των υπηρετών; Μέχρι πότε τα στεφανωμένα με φύλλα ποτήρια; Μέχρι πότε τα συμπόσια τα σατανικά τα γεμάτα από διαβολική ενέργεια;
Δεν ξέρεις πώς η παρούσα ζωή είναι ξενιτιά ; Γιατί, μήπως είσαι πολίτης; Οδοιπόρος είσαι. Κατάλαβες τι είπα; Δεν είσαι πολίτης, αλλά διαβάτης και οδοιπόρος. Μην πεις, έχω αυτή την πόλη, και έχω την άλλη. Κανείς δεν έχει πόλη. Η πόλη βρίσκεται επάνω. Τα παρόντα είναι δρόμος. Βαδίζουμε λοιπόν κάθε ημέρα, όσο η φύση συγκατατίθεται πρόθυμα. Κάποιος στο δρόμο αποθηκεύει χρήματα, κάποιος στο δρόμο κρύβει χρυσάφι μέσα στο χώμα. Όταν λοιπόν μπαίνεις σ’ ένα πανδοχείο, πες μου, στολίζεις το πανδοχείο; Όχι, αλλά τρως και πίνεις και βιάζεσαι να βγεις έξω. Πανδοχείο είναι η παρούσα ζωή. Μπήκαμε, διανύουμε την παρούσα ζωή. Ας φροντίζουμε να βγούμε με καλή ελπίδα, ας μην αφήσουμε τίποτε εδώ, για να μη χάσουμε εκεί.
Όταν μπεις στο πανδοχείο, τι λες στο παιδί; Πρόσεχε που βάζεις τα πράγματα, μήπως αφήσεις κάτι εδώ, για να μη χαθεί κάτι, ούτε μικρό, ούτε ασήμαντο, για να τα επιστρέψουμε όλα στο σπίτι. Έτσι και εμείς στην παρούσα ζωή. Ας βλέπουμε σαν πανδοχείο τη ζωή, και μην εγκαταλείψουμε τίποτε εδώ στο πανδοχείο, αλλά ας τα επιστρέψουμε όλα στη μητρόπολη. Είσαι διαβάτης και οδοιπόρος, ή καλύτερα και πιο ασήμαντος από διαβάτης. Και πώς; Εγώ θα σου το πω. Ο διαβάτης ξέρει το πότε μπαίνει στο πανδοχείο και πότε βγαίνει, γιατί είναι κύριος του πότε θα βγει, όπως και του πότε θα μπει. Εγώ όμως, όταν μπαίνω στο πανδοχείο, δηλαδή στην παρούσα ζωή, δεν ξέρω πότε βγαίνω. Και μερικές φορές ετοιμάζω τροφές για πολύ καιρό, και ο Κύριος αμέσως με καλεί˙ «Ανόητε, εκείνα που ετοίμασες ποιος θα τα πάρει; Αυτή τη νύχτα παίρνουν την ψυχή σου». Αβέβαιη η έξοδος, άστατη η κατοχή αγαθών, άπειροι γκρεμοί, από παντού κύματα. Γιατί κάνεις σαν τρελλός για τις σκιές; Γιατί αφήνεις την αλήθεια και κυνηγάς τις σκιές;
6. Αυτά λέω και δε θα σταματήσω να τα λέω, προκαλώντας αδιάκοπο πόνο και καταπραΰνοντας τα τραύματα, και όχι γι’ αυτούς που έπεσαν, αλλά γι’ αυτούς που στέκονται όρθιοι. Γιατί εκείνοι έφυγαν και τελείωσαν, ενώ αυτοί που στέκονται έγιναν πιο ασφαλισμένοι από τις συμφορές εκείνων. Και τι, λέγει, να κάνουμε; Ένα μόνο κάνε, μίσησε τα χρήματα και αγάπα τη ζωή σου. Πέταξε τα υπάρχοντα˙ δε λέγω όλα, αλλά περίκοψε τα περιττά. Μην επιθυμείς τα πράγματα των ξένων, μην απογυμνώσεις τη χείρα, μην κλέψεις τον ορφανό, μην πάρεις το σπίτι τους˙ δεν αναφέρω πρόσωπα, αλλά πράγματα. αν κάποιον όμως τον κατακρίνει η συνείδησή του, αυτός είναι αίτιος, όχι ο δικός μου λόγος.
Τι αρπάζεις εκεί όπου υπάρχει φθόνος; Άρπαξε εκεί που υπάρχει στεφάνι. Μην αρπάζεις τη γη, αλλά τον ουρανό. «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». Τι αρπάζεις το φτωχό που σε κατηγορεί; Άρπαξε το Χριστό που σε επαινεί. Είδες αχαριστία και μανία; Αρπάζεις το φτωχό που έχει λίγα; Ο Χριστός λέγει˙ άρπαξε εμένα, σου χρεωστώ χάρη για την αρπαγή, τη δική μου βασιλεία άρπαξε και βίασε την. Αν θελήσεις ν’ αρπάξεις την επίγεια βασιλεία, ή καλύτερα και αν ακόμη θελήσεις να το σκεφθείς, τιμωρείσαι, ενώ την ουράνια αν δεν την αρπάξεις, τότε θα τιμωρηθείς. Όπου είναι τα βιοτικά, υπάρχει φθόνος, και όπου τα πνευματικά, υπάρχει αγάπη. Αυτά να μελετάς κάθε μέρα και όταν πάλι δεις μετά από δύο ημέρες άλλον να φέρεται με όχημα, να φοράει μεταξωτά ρούχα, να ανεβαίνει ψηλά, να μην ανησυχήσεις ούτε να ταραχθείς. Μην επαινείς πλούσιο, αλλά μόνο αυτόν που ζει με δικαιοσύνη. Μην κακίζεις φτωχό, αλλά μάθε να κρίνεις τα πράγματα ορθά και αλάθητα.
Μην απομακρύνεσαι από την εκκλησία, γιατί τίποτε δεν είναι πιο δυνατό από την Εκκλησία. Η ελπίδα σου είναι η Εκκλησία, η σωτηρία σου η Εκκλησία, το καταφύγιό σου η Εκκλησία. Είναι πιο ψηλή από τον ουρανό, είναι πιο πλατιά από τη γη. Ποτέ δε γερνά και πάντοτε είναι νέα. Γι’ αυτό η Γραφή, για να δηλώσει τη στερεότητα και τη σταθερότητά της, την ονομάζει όρος˙ για να δηλώσει την αφθαρσία της, την ονομάζει παρθένο˙ για να δηλώσει τη συγγένειά της προς το Θεό, την ονομάζει θυγατέρα˙ για να δηλώσει τη μεγάλη γονιμότητά της, την ονομάζει στείρα που γεννάει επτά˙ για να παραστήσει την ευγένεια της, χρησιμοποιεί χίλια ονόματα.
Γιατί, όπως ο Κύριος της έχει πολλά ονόματα˙ και πατέρας ονομάζεται, και οδός ονομάζεται, και ζωή ονομάζεται, και φως ονομάζεται και βραχίονας ονομάζεται, και εξιλέωση ονομάζεται, και θεμέλιο ονομάζεται, και θύρα ονομάζεται, και αναμάρτητος ονομάζεται, και θησαυρός ονομάζεται, και Κύριος ονομάζεται και Θεός ονομάζεται, και Υιός ονομάζεται, και μονογενής ονομάζεται, και μορφή Θεού και εικόνα Θεού ονομάζεται. Μήπως αρκεί ένα όνομα να παραστήσει το όλον; Καθόλου. Αλλά γι’ αυτόν υπάρχουν άπειρα ονόματα, για να μάθουμε κάτι για το Θεό, έστω και μικρό. Έτσι ακριβώς και η Εκκλησία έχει πολλά ονόματα. Παρθένος λέγεται, και όμως ήταν πόρνη πριν απ’ αυτό˙ γιατί το θαυμαστό του νυμφίου είναι ότι έλαβε πόρνη και την έκαμε παρθένο. Ω καινούργια και παράδοξα πράγματα! Ο γάμος σ’ εμάς καταργεί την παρθενία, ο γάμος στο Θεό επανόρθωσε την παρθενία. Σ’ εμάς αυτή που είναι παρθένος όταν παντρεύεται, δεν είναι παρθένος˙ στο Χριστό εκείνη που είναι πόρνη όταν παντρεύεται, γίνεται παρθένος.
7. Ας ερμηνεύσει ο αιρετικός αυτό μόνο, εκείνος που περιεργάζεται την ουράνια γέννηση και λέγει, πως γέννησε ο Πατέρας; Πες του, πώς η Εκκλησία, ενώ ήταν πόρνη, έγινε παρθένος; Και πώς αυτή που γέννησε, έμεινε παρθένος; «Σας ζηλεύω με θείο ζήλο», λέγει ο Παύλος «γιατί σας αρραβώνιασα με έναν άνδρα, για να σας παρουσιάσω σαν παρθένο αγνή στο Χριστό». Ω σοφία και σύνεση! «Σας ζηλεύω με θείο ζήλο». Τι σημαίνει αυτό; «Ζηλεύω», λέγει. Ζηλεύεις εσύ ο πνευματικός; Ζηλεύω, λέγει , όπως ο Θεός.
Και ο Θεός ζηλεύει; Ναι, ζηλεύει, όχι από πάθος, αλλά από αγάπη και από ζηλοτυπία. «Σας ζηλεύω όπως ζηλεύει ο Θεός». Να σου πω, πώς ζηλεύει; Είδε τη γη να καταστρέφεται από τους δαίμονες και μας έδωσε τον Υιό του. Γιατί οι λέξεις όταν αναφέρονται στο Θεό δεν έχουν την ίδια σημασία, όπως για παράδειγμα, ζηλεύει ο Θεός, οργίζεται ο Θεός, μετανοεί ο Θεός, μισεί ο Θεός. Οι λέξεις αυτές είναι ανθρώπινες, αλλά τα νοήματά τους είναι θεοπρεπή. Πώς ζηλεύει ο Θεός; «Σας ζηλεύω με το ζήλο του Θεού». Οργίζεται ο Θεός; «Κύριε, μη με ελέγξεις επάνω στο θυμό σου». Ώστε και κοιμάται ο Θεός; «Σήκω επάνω, γιατί κοιμάσαι, Κύριε;» . Μετανοεί ο Θεός; «Μετανόησα που δημιούργησα τον άνθρωπο». Μισεί ο Θεός; «Τις εορτές σας και τις νουμηνίες σας τις μισεί η ψυχή μου». Όμως μην προσέχεις στη μικρή αξία των λέξεων, αλλά πάρε τα νοήματα που ταιριάζουν στο Θεό. Ζηλεύει ο Θεός, γιατί αγαπάει. Οργίζεται ο Θεός, όχι από πάθος, αλλά για ποινή και τιμωρία. Κοιμάται ο Θεός, όχι κοιμώμενος, αλλά μακροθυμώντας. Ξεχώριζε τις λέξεις. Έτσι και όταν ακούσεις ότι ο Θεός γεννάει να μη νομίζεις διαίρεση, αλλά το ομοούσιο. Γιατί τις λέξεις αυτές πολλές τις χρησιμοποίησε από μας ο Θεός, και εμείς απ’ αυτόν, για να τιμηθούμε.
8. Κατάλαβες τι είπα; Πρόσεχε με ακρίβεια, αγαπητέ. Υπάρχουν ονόματα θεία και ονόματα ανθρώπινα. Πήρε από μένα και μου έδωσε αυτός. Δώσε μου τα δικά σου και πάρε τα δικά μου, λέει. Έχεις ανάγκη από τα δικά μου˙ δεν έχω εγώ ανάγκη, αλλά εσύ. Επειδή λοιπόν η ουσία μου είναι αμόλυντη, εσύ όμως είσαι άνθρωπος, συνδεόμενος με σώμα, ζητώντας και σωματικές λέξεις, ώστε εσύ, ο συνδεδεμένος με σώμα, αφού πάρεις από τις γνωστές σου λέξεις, να κατανοήσεις τα νοήματα που υπερβαίνουν τη διάνοιά σου. Ποια ονόματα πήρε από μένα και ποια μου έδωσε; Αυτός είναι Θεός και μένα με ονόμασε Θεό˙ εκεί το όνομα ανταποκρίνεται στη φύση του πράγματος, εδώ είναι τιμητικό. «Εγώ είπα˙ όλοι είστε θεοί και υιοί του Υψίστου». Λέξεις είναι εδώ, εκεί όμως η φύση των πραγμάτων. Με ονόμασε θεό, γιατί με τίμησε. Ονομάσθηκε αυτός άνθρωπος, ονομάσθηκε αυτός υιός του ανθρώπου, ονομάσθηκε αυτός οδός, ονομάσθηκε αυτός θύρα, ονομάσθηκε αυτός πέτρα. Αυτά πήρε από μένα, ενώ εκείνα τα ονόματα μου τα έδωσε από τον εαυτό του.
Γιατί ονομάσθηκε οδός; Για να μάθεις ότι μ’ αυτόν ανεβαίνουμε στον Πατέρα. Γιατί ονομάσθηκε πέτρα; Για να μάθεις τη χρησιμότητα και σταθερότητα της πίστης. Γιατί ονομάσθηκε θεμέλιο; Για να μάθεις ότι όλα τα βαστάζει. Γιατί ονομάσθηκε ρίζα; Για να μάθεις ότι μέσα σ’ αυτόν ανθίζουμε. Γιατί ονομάσθηκε ποιμένας; Επειδή μας βόσκει. Γιατί ονομάσθηκε πρόβατο; Επειδή για χάρη μας θυσιάστηκε και έγινε εξιλαστήριο θύμα. Γιατί ονομάσθηκε ζωή; Επειδή μας ανάστησε ενώ ήμασταν νεκροί. Γιατί ονομάσθηκε φως; Επειδή μας απάλλαξε από το σκοτάδι. Γιατί ονομάσθηκε βραχίονας; Επειδή είναι ομοούσιος με τον Πατέρα. Γιατί ονομάσθηκε Λόγος; Επειδή γεννήθηκε από τον Πατέρα. Γιατί, όπως ο δικός μου ο λόγος γεννιέται από την ψυχή μου, έτσι και ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα. Γιατί ονομάσθηκε ένδυμα; Επειδή τον ντύθηκα όταν βαπτίσθηκα. Γιατί ονομάσθηκε τράπεζα (=τραπέζι) ; Επειδή τον τρώγω απολαμβάνοντας τα μυστήρια. Γιατί ονομάσθηκε οίκος; Επειδή κατοικώ μέσα σ’ αυτόν. Γιατί ένοικος; Επειδή γινόμαστε ναός του. Γιατί ονομάσθηκε κεφαλή; Επειδή έγινα μέλος του. Γιατί ονομάσθηκε νυμφίος; Επειδή με πήρε νύμφη. Γιατί ονομάσθηκε αγνός; Επειδή με έλαβε παρθένο. Γιατί ονομάσθηκε Κύριος; Επειδή είμαι δούλη του.
9. Βλέπε λοιπόν την Εκκλησία, πράγμα που έλεγα, ότι άλλοτε είναι νύμφη, άλλοτε είναι θυγατέρα, άλλοτε είναι παρθένος, άλλοτε είναι δούλη, άλλοτε είναι βασίλισσα, άλλοτε είναι στείρα, άλλοτε είναι όρος, άλλοτε είναι παράδεισος, άλλοτε είναι πολυτόκος, άλλοτε είναι κρίνο, άλλοτε είναι πηγή, τα πάντα είναι. Γι’ αυτό όταν τα ακούσεις αυτά, να μην τα θεωρείς πως είναι σωματικά σε παρακαλώ, αλλά προσπάθησε να καταλάβεις˙ γιατί τα σωματικά δεν μπορούν να είναι τέτοια. Για παράδειγμα˙ το όρος δεν είναι παρθένος, η παρθένος δεν είναι νύμφη, η βασίλισσα δεν είναι δούλη, η Εκκλησία είναι τα πάντα. Γιατί; Επειδή αυτά δε βρίσκονται σε σώμα, αλλά σε ψυχή. Γιατί στο σώμα αυτά έχουν στενότητα χώρου, ενώ στην ψυχή έχουν μεγάλη ευρυχωρία. «Στάθηκε η βασίλισσα στα δεξιά σου». Βασίλισσα; Η καταπατημένη, η φτωχή, πώς έγινε βασίλισσα; Και πού ανέβηκε; Στον ουρανό στάθηκε η βασίλισσα αυτή. Πώς; Επειδή ο βασιλιάς έγινε δούλος˙ δεν ήταν, αλλ’ έγινε.
Μάθε λοιπόν τα σχετικά με τη θεότητα και εξέτασε με σύνεση τα πράγματα της θείας οικονομίας. Μάθε ποιος ήταν και ποιος έγινε για σένα, και μη συγχέεις τα πράγματα, ούτε την υπόθεση της φιλανθρωπίας να την κάνεις αφορμή βλασφημίας. Ήταν υψηλός και αυτή ταπεινή˙ υψηλός όχι ως προς τον τόπο, αλλ’ ως προς τη φύση. Ήταν αμόλυντος, αιώνια η ουσία του, ήταν άφθαρτη η φύση του, ακατανόητος, αόρατος, ακατάληπτος, υπήρχε πάντοτε, υπήρχε κατά τον ίδιο τρόπο, ξεπερνούσε τους αγγέλους, ανώτερος από τις ουράνιες δυνάμεις, νικούσε το λογισμό μας, ξεπερνούσε τη σκέψη μας, αδύνατο να τον δούμε, αλλά να τον πιστέψουμε μόνο. Οι άγγελοι έβλεπαν και έτρεμαν, τα χερουβίμ άπλωναν τις πτέρυγές τους, όλα ήταν γεμάτα φόβο. Έρριχνε ένα βλέμμα στη γη και την έκανε να τρέμει, απειλούσε τη θάλασσα και την ξέραινε˙ έκανε ποταμούς να τρέχουν στην έρημο, έθεσε όρια στα βουνά και μέτρα στα φαράγγια. Πώς να τα πώ; Πώς να τα παραστήσω; Η μεγαλοσύνη του δεν έχει τέλος, η σοφία του είναι άπειρη, οι κρίσεις του είναι ανεξιχνίαστες και οι δρόμοι του ανεξερεύνητοι. Αλλ’ αυτός ο τόσο υψηλός και τόσο μεγάλος, αν είναι ασφαλές να το πει κανείς και αυτό, ότι δηλαδή είναι τόσο υψηλός και τόσο μεγάλος.
Αλλά τι να κάνω; Άνθρωπος είμαι και ανθρώπινα μιλάω˙ η γλώσσα μου είναι από χώμα, συγγνώμη ζητώ από τον Κύριο. Γιατί δε χρησιμοποιώ τις λέξεις αυτές από αφροσύνη, αλλ’ από αδυναμία της δικής μας γλώσσας. Ευσπλαχνίσου μου, Κύριε, γιατί δε λέγω τις λέξεις αυτές από αφροσύνη, αλλά δεν έχω άλλες˙ όμως δε σταματώ στην ευτέλεια της λέξης, αλλ’ ανεβαίνω με τα φτερά του νοήματος. Ο τόσο υψηλός και τόσο μεγάλος. Αυτά τα λέγω για να μάθεις και συ ο ίδιος να κάνεις αυτό χωρίς να παραμένεις στις λέξεις ούτε στη φτώχεια των λόγων. Γιατί θαυμάζεις, αν εγώ κάνω αυτό, τη στιγμή βέβαια που και ο Θεός, όταν θέλει να παραστήσει κάτι που ξεπερνάει τα ανθρώπινα, κάνει το ίδιο; Επειδή μιλάει σ’ ανθρώπους και χρησιμοποιεί ανθρώπινες εικόνες, που δεν αρκούν να παραστήσουν το λεγόμενο ούτε μπορούν να παρουσιάσουν όλο το μέτρο, αρκούν όμως στην αδυναμία των ακροατών.
10. Συγκέντρωσε όλη τη δύναμή σου και μην αποκάμεις, επειδή ο λόγος παίρνει μάκρος. Γιατί, όπως όταν φαίνεται ο Θεός, δε φαίνεται αυτό που είναι, ούτε η ουσία του φαίνεται γυμνή (γιατί κανείς δεν είδε το Θεό, αυτό που πραγματικά είναι˙ γιατί και τα χερουβίμ έτρεμαν με τη συγκατάβασή του˙ συγκατέβηκε, και τα όρη καπνίζουν˙ συγκατέβηκε, και η θάλασσα ξεραίνεται˙ συγκατέβηκε, και ο ουρανός τραντάζεται˙ και αν δε συγκατέβαινε, ποιος θα τον άντεχε;). Επομένως δε φαίνεται όπως είναι, αλλά όπως μπορεί να δει εκείνος που τον βλέπει. Γι’ αυτό άλλοτε φαίνεται παλαιός, άλλοτε νέος, άλλοτε στη φωτιά, άλλοτε στην αύρα, άλλοτε στο νερό, άλλοτε στα όπλα, χωρίς να μεταβάλλει την ουσία του, αλλά σχηματίζοντας τη μορφή του ανάλογα με τα πρόσωπα. Έτσι ακριβώς και όταν θέλει να πει κάτι για τον εαυτό του χρησιμοποιεί ανθρώπινες εικόνες. Για παράδειγμα˙ ανέβηκε στο όρος «και μεταμορφώθηκε μπροστά τους και έλαμψε το πρόσωπό του όπως το φως, και τα ενδύματά του έγιναν άσπρα σαν το χιόνι». Φανέρωσε, λέγει, λίγο από τη θεότητά του, έδειξε σ’ αυτούς το Θεό που κατοικούσε μέσα του, «και μεταμορφώθηκε μπροστά τους».
Προσέχετε με ακρίβεια στο λόγο. Λέγει, «και μεταμορφώθηκε μπροστά τους και έλαμψαν τα ενδύματά του σαν το φως και το πρόσωπό του σαν τον ήλιο». Επειδή είπα, τόσο υψηλός και τόσο μεγάλος, και επειδή είπα, ευσπλαχνίσου μου, Κύριε (γιατί δε μένω στη λέξη, αλλ’ είμαι σε αμηχανία και δεν έχω άλλη λέξη κατάλληλη), θέλω να μάθεις ότι από τη Γραφή το διδάχθηκα αυτό. Θέλησε λοιπόν ο ευαγγελιστής να δείξει τη λαμπρότητά του και λέγει, «έλαμψε». Πώς έλαμψε πές μου; Πολύ δυνατά. Και πώς λέγεις; «Όπως ο ήλιος».
«Όπως ο ήλιος», λέγεις; Ναι. Γιατί; Γιατί δεν έχω άλλο άστρο φωτεινότερο. Και ήταν λευκός «όπως το χιόνι». Γιατί «όπως το χιόνι»; Γιατί δεν έχω άλλη ουσία λευκότερη. Ότι βέβαια δεν έλαμψε τόσο μόνο, αποδεικνύεται από το επόμενο. Και έπεφταν κάτω οι μαθητές. Αν έλαμπε όπως ο ήλιος, δε θα έπεφταν οι μαθητές, γιατί ήλιο έβλεπαν κάθε ημέρα και δεν έπεφταν˙ επειδή όμως έλαμψε πιο πολύ από τον ήλιο και πιο πολύ από το χιόνι, γι’ αυτό, επειδή δεν άντεχαν τη λάμψη, έπεσαν κάτω.
11. Πές μου λοιπόν, ευαγγελιστή, έλαμψε πιο πολύ από τον ήλιο και συ λέγεις, «όπως ο ήλιος»; Ναι, θέλοντας να σου κάμω γνωστό το φως δεν έχω άλλο άστρο μεγαλύτερο, δεν έχω άλλη εικόνα που βασιλεύει στα άστρα. Τα είπα αυτά για να μη μείνεις στην ασήμαντη αξία της λέξης. Σου έδειξα το πέσιμο των μαθητών. Έπεσαν κάτω και ζαλίστηκαν και κάλυπταν το πρόσωπό τους. «Σηκωθείτε», λέγει, και τους σήκωσε και ήταν ζαλισμένοι. Γιατί δεν άντεχαν την υπερβολική λάμψη, αλλά νάρκη έπιασε τα μάτια τους. Έτσι το φως που φαινόταν ήταν πιο πολύ από τον ήλιο. Είπε όμως ο ευαγγελιστής, «όπως ο ήλιος», επειδή το άστρο αυτό μας είναι γνωστό και ξεπερνάει όλα τα υπόλοιπα άστρα.
Αλλ’ όμως, όπως έλεγα προηγουμένως, ο τόσο υψηλός και τόσο μεγάλος επιθύμησε πόρνη. Πόρνη επιθύμησε ο Θεός; Ναι πόρνη˙ εννοώ τη δική μας φύση. Πόρνη επιθυμούσε ο Θεός; Και ο άνθρωπος βέβαια, αν επιθυμήσει πόρνη, καταδικάζεται, ο Θεός όμως επιθυμεί πόρνη; Και πάρα πολύ. Ο άνθρωπος εξάλλου επιθυμεί την πόρνη για να γίνει πόρνος, ενώ ο Θεός επιθυμεί πόρνη, για να την καταστήσει παρθένο. Ώστε η επιθυμία του ανθρώπου είναι καταστροφή γι’ αυτήν που επιθυμεί, ενώ η επιθυμία του Θεού είναι σωτηρία γ’ αυτήν που επιθυμεί. Ο τόσο υψηλός και τόσο μεγάλος επιθύμησε την πόρνη; Και γιατί; Για να γίνει νυμφίος. Τί κάνει; Δε στέλνει σ’ αυτήν κανένα δούλο, δε στέλνει τον άγγελο στην πόρνη, δε στέλνει αρχάγγελο, δε στέλνει τα χερουβίμ, δε στέλνει τα σεραφίμ, αλλ’ έρχεται ο ίδιος εκείνος που την ερωτεύεται. Όταν πάλι ακούσεις έρωτα, μη θεωρείς το σωματικό. Ξεχώριζε τα νοήματα από τις λέξεις, όπως η πολύ καλή μέλισσα που πετάει στα άνθη και παίρνει το κερί, ενώ αφήνει τα χορτάρια.
Επεθύμησε την πόρνη˙ και τι κάνει; Δεν την ανεβάζει ψηλά, γιατί δεν ήθελε να φέρει την πόρνη στον ουρανό, αλλά κατεβαίνει αυτός κάτω. Έρχεται προς την πόρνη και δεν ντρέπεται˙ έρχεται στην καλύβα της. Τη βλέπει να μεθάει. Και πώς έρχεται; Όχι με γυμνή την ουσία, αλλά γίνεται, αυτό που ήταν η πόρνη, όχι στη διάθεση, αλλά στη φύση γίνεται αυτό, για να μην τον δει και τρομάξει, για να μην απομακρυνθεί, για να μη φύγει. Έρχεται προς την πόρνη και γίνεται άνθρωπος. Και πώς γίνεται; Σε μήτρα κυοφορείτε, μεγαλώνει σιγά – σιγά, και βαδίζει το δρόμο της δικής μας ηλικίας. Ποιος; Η οικονομία, όχι η θεότητα˙ η μορφή του δούλου, όχι η μορφή του Κυρίου˙ η σάρκα η δική μας, όχι η δική του ουσία. Μεγαλώνει σιγά – σιγά και συναναστρέφεται με τους ανθρώπους. Όμως τη βρίσκει γεμάτη πληγές, εξαγριωμένη, φορτωμένη από δαίμονες˙ και τι κάνει; Την πλησιάζει. Εκείνη είδε και έφυγε.
Καλεί μάγους. Τι φοβάστε; Δεν είμαι κριτής, αλλά ιατρός. «Δεν ήρθα για να κρίνω τον κόσμο, αλλά για να σώσω τον κόσμο». Καλεί αμέσως μάγους. Ω καινούργια και παράδοξα πράγματα! Οι απαρχές αμέσως είναι μάγοι. Βρίσκεται σε φάτνη αυτός που βαστάζει την οικουμένη και είναι στα σπάργανα αυτός που φροντίζει για όλα. Είναι ξαπλωμένος ο ναός και κατοικεί μέσα του ο Θεός. Και έρχονται οι μάγοι και τον προσκυνούν αμέσως˙ έρχεται ο τελώνης και γίνεται ευαγγελιστής˙ έρχεται η πόρνη και γίνεται παρθένος˙ έρχεται η Χαναναία και απολαμβάνει τη φιλανθρωπία του. Αυτό είναι γνώρισμα του εραστή, το να μην απαιτήσει ευθύνες για τα αμαρτήματα, αλλά να συγχωρήσει τα παράνομα σφάλματα. Και τι κάνει; Την παίρνει, την αρραβωνιάζεται. Και τι δίνει σ’ αυτή; Δαχτυλίδι. Ποιό; Το πνεύμα το άγιο. Λέγει ο Παύλος˙ «εκείνος όμως που μας στερεώνει μαζί με σας είναι ο Θεός, ο οποίος και μας σφράγισε και μας έδωσε τον αρραβώνα του Πνεύματος». Πνεύμα δίνει σ’ αυτήν.
Έπειτα λέγει˙ δε σε φύτεψα σε παράδεισο; απαντάει, ναι. και πώς εξέπεσες από εκεί; Ήρθε ο διάβολος και με πήρε από τον παράδεισο. φυτεύθηκες στον παράδεισο και σε έβαλε έξω˙ να, σε φυτεύω μέσα μου, εγώ σε βαστάζω. Πώς; Δεν τολμάει να με πλησιάσει. Ούτε στον ουρανό σε ανεβάζω, αλλά εδώ είναι ανώτερα από τον ουρανό˙ σε βαστάζω μέσα μου εγώ ο Κύριος του ουρανού. Ο ποιμένας βαστάζει και ο λύκος δεν έρχεται πια, ή καλύτερα θα τον αφήσω να πλησιάσει. Και βαστάζει τη δική μας φύση, πλησιάζει ο διάβολος και νικιέται. Σε φύτεψα μέσα μου. Γι’ αυτό λέγει, «εγώ είμαι η ρίζα, εσείς τα κλήματα», και φύτεψε αυτήν μέσα του. Και τι λοιπόν; Είμαι όμως αμαρτωλός, λέγει, και ακάθαρτος. Μη σε μέλει, ιατρός είμαι. Ξέρω το δικό μου σκεύος, ξέρω πως καταστράφηκε. Πήλινο ήταν πριν απ’ αυτό, και καταστράφηκε. Το πλάθω πάλι από την αρχή με το λουτρό της αναγέννησης και το παραδίνω στη φωτιά.
Πρόσεχε λοιπόν˙ έλαβε χώμα από τη γη και έκαμε τον άνθρωπο˙ τον έπλασε. Ήρθε ο διάβολος, τον κατέστρεψε. Ήρθε αυτός, τον πήρε πάλι, τον ξαναζύμωσε, τον ξαναχώνευσε στο βάπτισμα, αλλά δεν άφησε να είναι το σώμα του πήλινο, αλλά το έκαμε οστράκινο. Παρέδωσε τον πηλό στη φωτιά του Πνεύματος. «Αυτός θα σας βαπτίσει σε Πνεύμα άγιο και σε φωτιά» ˙ σε νερό για να πλασθεί πάλι, σε φωτιά για να στερεωθεί. Γι’ αυτό ο προφήτης από την αρχή προφητεύοντας έλεγε, «σαν σκεύη αγγειοπλάστη θα τους συντρίψεις». Δεν είπε, σαν σκεύη οστράκινα, που ο καθένας τα έχει, γιατί σκεύη αγγειοπλάστη είναι εκείνα που ο αγγειοπλάστης κατασκευάζει στον τροχό. Αλλά τα σκεύη του αγγειοπλάστη είναι πήλινα, ενώ τα δικά μας οστράκινα. Προαναγγέλοντας λοιπόν την ξαναχώνευση με το βάπτισμα λέγει, «σαν σκεύη αγγειοπλάστη θα τους συντρίψεις». Ξαναπλάθει, λέγει, και χωνεύει. Βυθίζομαι στο βάπτισμα, και ξαναπλάθεται το σώμα μου, και το ξαναχωνεύει η φωτιά του Πνεύματος και γίνεται οστράκινο.
Και ότι δεν είναι κομπορρημοσύνη τα λόγια αυτά, άκουσε τον Ιώβ˙ «μας έκαμες από πηλό». Και ο Παύλος˙ «έχουμε το θησαυρό αυτόν μέσα σε οστράκινα σκεύη». Αλλά βλέπε τη δύναμη του όστρακου. Γιατί δεν ψήνεται στη φωτιά, αλλά στο Πνεύμα. Πώς είναι οστράκινο; «Πέντε φορές με κτύπησαν από σαράντα παρά μία μαστιγώσεις, τρείς φορές με ράβδισαν, μια φορά με λιθοβόλησαν», και το οστράκινο αυτό σκεύος δεν έσπασε. «Ένα εικοσιτετράωρο έμεινε στο βυθό». Έμεινε στο βυθό, και το οστράκινο σώμα δε διαλύθηκε . Ναυάγησε, και ο θησαυρός δε χάθηκε. Το πλοίο βυθίστηκε και το φορτίο επέπλευσε. «Έχουμε το θησαυρό». Ποιο θησαυρό; Τη χορηγία του Πνεύματος, τη δικαιοσύνη, τον αγιασμό, την απολύτρωση. Ποιόν; Πές μου. «Στο όνομα του Ιησού Χριστού, σήκω και περπάτησε. Αινέα, σε θεραπεύει ο Ιησούς Χριστός. Σε σένα λέγω, το πονηρό πνεύμα, φύγε απ’ αυτόν».
12. Είδες θησαυρό λαμπρότερο από τους βασιλικούς θησαυρούς; Γιατί τι μπορεί να κάνει τέτοιο το μαργαριτάρι του βασιλιά, όπως τα λόγια του Αποστόλου; Βάλε πάνω στους νεκρούς άπειρα διαδήματα, και δεν ανασταίνεται κανείς, ένας όμως λόγος βγήκε από το στόμα του αποστόλου και επανέφερε την επαναστατημένη φύση και την αποκατέστησε στην παλαιά της τάξη. «Έχοντας όμως το θησαυρό αυτόν». Ω θησαυρός, που δε φυλάγεται μόνο, αλλά και που φυλάσσει το σπίτι στο οποίο έχει τοποθετηθεί! Κατάλαβες τι είπα; Οι βασιλείς της γης και οι άρχοντες όταν έχουν θησαυρούς κατασκευάζουν μεγάλα οικοδομήματα, όπως τοίχους, μοχλούς, θύρες, φύλακες, κλειδαριές, για να φυλαχθεί ο θησαυρός˙ ο Χριστός όμως έκαμε το αντίθετο˙ έβαλε το θησαυρό όχι σε λίθινο, αλλά σε οστράκινο σκεύος. Αν ο θησαυρός είναι μεγάλος, γιατί το σκεύος είναι αδύνατο; Αλλά γι’ αυτό ακριβώς είναι αδύνατο το σκεύος, επειδή μεγάλος είναι ο θησαυρός˙ γιατί δε φυλάσσεται από το σκεύος, αλλά αυτός φυλάσσει το σκεύος.
Θέτω εγώ το θησαυρό, και ποιος μπορεί να τον κλέψει πλέον; Ήρθε ο διάβολος, ήρθε η οικουμένη, ήρθαν άπειροι, και το θησαυρό δεν τον έκλεψαν. Μαστιγώθηκε, και ο θησαυρός δεν προδόθηκε. Καταποντίσθηκε στη θάλασσα, και δε ναυάγησε. Πέθανε, και ο θησαυρός μένει. Έδωσε λοιπόν τον αρραβώνα. Πού είναι αυτοί που βλασφημούν την αξία του Πνεύματος; Προσέχετε. «Εκείνος που μας στερεώνει μαζί με σας στο Χριστό είναι ο Θεός, ο οποίος και μας έδωσε τον αρραβώνα του Πνεύματος». Γνωρίζετε όλοι εσείς ότι ο αρραβώνας είναι ένα μικρό μέρος του όλου˙ με ποιό τρόπο άκου. Πηγαίνει κάποιος ν’ αγοράσει ένα σπίτι μεγάλης αξίας και λέγει˙ δός μου αρραβώνα για να έχω εμπιστοσύνη. Πηγαίνει κάποιος να πάρει γυναίκα, συμφωνεί την προίκα και τα πράγματα, και λέγει˙ δός μου αρραβώνα. Πρόσεξε˙ και στην αγορά δούλου υπάρχει αρραβώνας, και σε όλες τις συναλλαγές υπάρχει αρραβώνας.
Επειδή λοιπόν ο Χριστός έκανε συναλλαγή μαζί μας (καθόσον επρόκειτο να με πάρει νύμφη), μου γράφει και προίκα, όχι χρήματα, αλλά αίμα. Μου γράφει αυτήν την προίκα, την ανταπόδοση των αγαθών, «τα οποία μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δε συνέλαβε». Έγραψε λοιπόν στην προίκα την αθανασία, τον ύμνο μαζί με τους αγγέλους, την απαλλαγή από το θάνατο, την ελευθερία από την αμαρτία, την κληρονομία της βασιλείας (είναι μεγάλος ο πλούτος), τη δικαιοσύνη, τον αγιασμό, την απαλλαγή από τα παρόντα αγαθά, την ανεύρεση των μελλοντικών. Ήταν μεγάλη για μένα η προίκα. Πρόσεξε καλά˙ βλέπε τι κάνει. Ήρθε να πάρει την πόρνη, και τη λέγω έτσι επειδή ήταν ακάθαρτη, για να μάθεις τον έρωτα του νυμφίου. Ήρθε, με πήρε, μου γράφει προίκα. Λέγει˙ σου δίνω το δικό μου πλούτο. Πώς; Έχασες, λέγει, τον παράδεισο; πάρε τον. Έχασες, λέγει, την ομορφιά σου; Πάρε την. Πάρε όλα αυτά. Αλλά η προίκα μου δε μου δόθηκε εδώ.
13. Πρόσεχε, γι’ αυτό προλέγει στην προίκα αυτή. Μου έγραψε στην προίκα την ανάσταση των σωμάτων, την αφθαρσία. Γιατί δεν ακολουθεί οπωσδήποτε στην ανάσταση η αφθαρσία, αλλ’ αυτά είναι δύο πράγματα. Γιατί βέβαια πολλοί αναστήθηκαν, αλλά πάλι πέθαιναν, όπως ο Λάζαρος και τα σώματα των αγίων. Ο Χριστός όμως όχι έτσι, αλλ’ έγραψε την ανάσταση, την αφθαρσία, την κατάταξη μαζί με το χορό των αγγέλων, τη συνάντηση του Υιού στα σύννεφα και το «έτσι θα είμαστε πάντοτε με τον Κύριο», την απαλλαγή από το θάνατο, την ελευθερία από την αμαρτία, τον καταποντισμό του τέλους. Και ποια είναι εκείνα; «Εκείνα που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δε συνέλαβε, τα οποία ετοίμασε ο Θεός γι’ αυτούς που τον αγαπούν». Μου δίνεις, λέγει, αγαθά που δεν τα ξέρω; Ναι ˙ εδώ σε αρραβωνιάζομαι, εδώ αγάπα με. Γιατί δε μου δίνεις την προίκα εδώ; Όταν έρθεις στον Πατέρα μου, όταν έρθεις στις βασιλικές αυλές. Εγώ ήρθα σε σένα, μήπως εσύ ήρθες σε μένα; Ήρθα όχι για να μείνεις, αλλά για να σε πάρω και να ανεβώ. Μη ζητάς εδώ την προίκα ˙ όλα με την ελπίδα, όλα με την πίστη. Και τίποτε, λέγει δε μου δίνεις εδώ; Πάρε αρραβώνα για να με πιστέψεις για το μέλλον ˙ πάρε προγαμιαία δώρα, πάρε και τα δώρα του αρραβώνα. Γι’ αυτό ο Παύλος λέγει, «γιατί σας αρραβώνιασα».
Σαν μνήστρα μας έδωσε ο Θεός τα παρόντα αγαθά˙ μνήστρα είναι τα παρόντα, αρραβώνας είναι, η προίκα όλη μένει εκεί. Πώς; Εγώ λέγω˙ εδώ γερνώ, εκεί δε γερνώ˙ εδώ πεθαίνω, εκεί δεν πεθαίνω˙ εδώ λυπούμαι, εκεί δε λυπούμαι˙ εδώ φτώχεια και αρρώστια και επιβουλές, εκεί τίποτε τέτοιο˙ εδώ σκοτάδι και φως, εκεί φως μόνο˙ εδώ επιβουλή, εκεί ελευθερία˙ εδώ αρρώστια, εκεί υγεία˙ εδώ ζωή με τέλος, εκεί ζωή χωρίς τέλος˙ εδώ αμαρτία, εκεί δικαιοσύνη και αμαρτία πουθενά˙ εδώ φθόνος, εκεί τίποτε τέτοιο. Δώσε μου, λέγει, αυτά τα αγαθά. Περίμενε, για να σωθούν και οι συνάνθρωποί σου, περίμενε.
«Εκείνος που μας στερεώνει είναι ο Θεός και ο οποίος μας έδωσε τον αρραβώνα». Ποιόν αρραβώνα; Το Πνεύμα το άγιο, τη χορηγία του Πνεύματος. Αλλ’ ας μιλήσω για το Πνεύμα. Έδωσε στους Αποστόλους το δακτυλίδι λέγοντας, λάβετε και δώστε σε όλους. Μοιράζεται το δακτυλίδι; Μοιράζεται, αλλά δε διαιρείται˙ μοιράζεται, αλλά δεν ξοδεύεται. Μάθε τη χορηγία του Πνεύματος έλαβε ο Πέτρος, έλαβε και ο Παύλος Πνεύμα άγιο. Περιήλθε την οικουμένη, αμαρτωλούς απάλλασσε από τα αμαρτήματα, χωλούς θεράπευσε, γυμνούς έντυσε, νεκρούς ανάσταινε, λεπρούς καθάριζε, διάβολο αποστόμωνε, δαίμονες έπνιγε, με το Θεό συνομιλούσε, Εκκλησία φύτεψε, ναούς γκρέμισε, βωμούς ανέτρεψε, την κακία διέλυσε, την αρετή φύτεψε, τους ανθρώπους έκαμε αγγέλους.
14. Όλα αυτά ήμασταν πριν. Ο αρραβώνας γέμισε ολόκληρη την οικουμένη. Και όταν πω ολόκληρη, εννοώ, όση γη επιβλέπει ο ήλιος, θάλασσα, νησιά, όρη, φαράγγια και βουνά. Περιήλθε όλη την οικουμένη σαν φτερωτός ο Παύλος, παλεύοντας με ένα στόμα, ο σκηνοποιός, αυτός που μεταχειριζόταν φαλτσέτα και έραβε δέρματα. Και αυτή η τέχνη δε έγινε εμπόδιο στην αρετή, αλλ’ ο σκηνοποιός ήταν πιο δυνατός από τους δαίμονες, ο άφωνος πιο φιλόσοφος από τους φιλοσόφους. Από πού; Έλαβε τον αρραβώνα, κρατούσε το δακτυλίδι και το περιέφερε. Έβλεπαν όλοι ότι βασιλιάς αρραβωνιάστηκε τη δική μας φύση˙ είδε ο δαίμονας και αναχωρούσε, είδε τον αρραβώνα και έτρεμε και υποχωρούσε˙ έβλεπε ενδύματα και δραπέτευε.
Ω δύναμη Πνεύματος! Έδωσε την εξουσία όχι στην ψυχή ούτε στο σώμα μόνο, αλλά και στο ένδυμα˙ και όχι στο ένδυμα μόνο, αλλά και στη σκιά. Περιερχόταν ο Πέτρος παντού, και η σκιά του έδιωχνε αρρώστιες και απομάκρυνε δαίμονες και ανάσταινε νεκρούς. Περιερχόταν ο Παύλος την οικουμένη για να ξεριζώσει τα αγκάθια της ασέβειας, να φυτέψει τα σπέρματα της ευσέβειας, έχοντας σαν άριστος γεωργός το άροτρο της διδασκαλίας.
Και σε ποιους πήγε; Στους Θράκες , στους Σκύθες, στους Ινδούς, στους Μαύρους, στους Σαρδονίους, στους Γότθους, στα άγρια θηρία, και τα άλλαξε όλα. Από πού; Από τον αρραβώνα. Πώς άντεξε; Με τη χάρη του Πνεύματος. Πολίτης απλός, γυμνός, ξυπόλυτος, αυτός που έδωσε και τον αρραβώνα του Πνεύματος. Γι’ αυτό λέγει˙ «Και ποιος είναι ικανός για όλα αυτά;». «Αλλά η ικανότητά μας προέρχεται από το Θεό, ο οποίος μας έκαμε ικανούς να γίνουμε υπηρέτες νέας διαθήκης, όχι γραπτού νόμου, αλλά του Πνεύματος». Δες τι έκαμε το Πνεύμα˙ βρήκε τη γη γεμάτη δαίμονες και την έκαμε ουρανό. Μη βάζετε στο νου σας τα παρόντα, αλλά φέρτε στο νου σας αυτά. Τότε ήταν θρήνος, τότε παντού υπήρχαν βωμοί, παντού καπνός, παντού κνίσες, παντού πορνείες, παντού τελετές, παντού θυσίες, παντού δαίμονες μανιασμένοι, παντού ακρόπολη του διαβόλου, παντού πορνεία ξακουστή˙ και ο Παύλος ήταν ένας.
Πώς δεν καταποντίσθηκε; Πώς δε διαλύθηκε; Πώς άνοιξε το στόμα του; Μπήκε στη Θηβαϊδα και συνέλαβε αιχμαλώτους. Μπήκε στις βασιλικές αυλές και το βασιλιά τον έκαμε μαθητή του. Μπήκε στο δικαστήριο και του λέγει ο δικαστής, «κοντεύεις να με πείσεις να γίνω χριστιανός» και ο δικαστής έγινε μαθητής. Μπήκε στη φυλακή και πήρε μαζί του το δεσμοφύλακα. Πήγε σε νησί των βαρβάρων, και έκαμε την οχιά διδάσκαλο. Πήγε στην πόλη των Ρωμαίων, και απέσπασε τη σύγκλητο. Πήγε σε ποταμούς, πήγε σε έρημους τόπους, σ’ όλα τα μέρη της οικουμένης. Ούτε η γη, ούτε η θάλασσα στερήθηκαν τα κατορθώματά του˙ γιατί έδωσε το δακτυλίδι του αρραβώνα, και αφού έδωσε τον αρραβώνα λέγει˙ αυτά σου τα δίνω τώρα, τα άλλα τα υπόσχομαι. Γι΄ αυτό ο προφήτης της λέγει, «στάθηκε η βασίλισσα στα δεξιά σου με φόρεμα χρυσοΰφαντο». Δεν εννοεί το φόρεμα, αλλά την αρετή. Γι’ αυτό η Γραφή σε άλλο σημείο λέγει, «πώς μπήκες εδώ χωρίς να έχεις ένδυμα γάμου;». Επομένως δεν εννοεί το ένδυμα, αλλά την πορνεία και την αισχρή και ακάθαρτη πράξη.
Όπως λοιπόν τα ακάθαρτα ενδύματα είναι η αμαρτία, έτσι και τα χρυσοΰφαντα είναι η αρετή. Αλλά το ένδυμα αυτό ήταν του βασιλιά˙ αυτός της έδωσε και ένδυμα, γιατί ήταν γυμνή, γυμνή και αδιάντροπη. «Στάθηκε η βασίλισσα στα δεξιά σου με ένδυμα χρυσοΰφαντο». Δεν εννοεί τα ενδύματα, αλλά την αρετή˙ δεν είπε, με ένδυμα χρυσό. Πρόσεχε και αυτή η λέξη έχει πολύ ευγενικά νοήματα. Δεν είπε, με χρυσό, αλλά με «χρυσοΰφαντο». Άκου προσεκτικά. Το χρυσό ένδυμα είναι ολόκληρο χρυσό, ενώ το χρυσοΰφαντο έχει κάποια μέρη χρυσά και άλλα μεταξωτά. Γιατί λοιπόν δεν είπε ότι η νύμφη φοράει χρυσό ένδυμα, αλλά χρυσοΰφαντο; Πρόσεχε καλά. Την πολιτεία εννοεί της Εκκλησίας, την πολύμορφη. Επειδή δηλαδή δεν έχουμε όλοι τον ίδιο τρόπο ζωής, αλλ’ ένας ασκεί την παρθενία, άλλος τη χηρεία και άλλος την ευσέβεια. Ένδυμα της Εκκλησίας είναι η πολιτεία της Εκκλησίας.
15. Επειδή λοιπόν γνώριζε ο Κύριος μας, ότι αν χαράξει ένα δρόμο, πολλοί μπορεί να διστάσουν, χάραξε διαφορετικούς δρόμους. Δεν μπορείς να μπεις με την παρθενία; Μπες με ένα μόνο γάμο. Δεν μπορείς με ένα μόνο γάμο; Τουλάχιστον με δεύτερο γάμο. Δεν μπορείς να μπεις με την εγκράτεια; Μπες με την ελεημοσύνη. Δεν μπορείς με την ελεημοσύνη; Μπες με τη νηστεία. Δεν μπορείς μ’ αυτό το δρόμο; Έλα μ’ εκείνον. Δεν μπορείς μ’ εκείνον; Έλα μ’ αυτόν. Γι’ αυτό δεν έδειξε το ένδυμα χρυσό αλλά χρυσοΰφαντο. Ή είναι μεταξωτό, ή είναι πορφυρά ή είναι χρυσά. Δεν μπορείς να είσαι χρυσός; Γίνε μεταξωτός. Σε δέχομαι μόνο με το ένδυμα. Γι’ αυτό και ο Παύλος λέγει˙ «αν κανείς κτίζει επάνω στο θεμέλιο αυτό χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμους λίθους». Δεν μπορείς να είσαι πολύτιμος λίθος; Γίνε χρυσάφι. Δεν μπορείς να είσαι χρυσάφι; Γίνε ασήμι, μόνο να είσαι επάνω στο θεμέλιο. Και πάλι αλλού λέγει˙ «άλλη είναι η λαμπρότητα του ήλιου και άλλη η λαμπρότητα της σελήνης και άλλη η λαμπρότητα των αστεριών». Δεν μπορείς να είσαι ήλιος; Γίνε σελήνη. Δεν μπορείς να είσαι σελήνη; Γίνε αστέρι. Δεν μπορείς να είσαι αστέρι; Γίνε τουλάχιστο μικρό, μόνο να είσαι στον ουρανό.
Δεν μπορείς να είσαι παρθένος; Παντρέψου με σωφροσύνη, μόνο μέσα στην Εκκλησία. Δεν μπορείς να είσαι ακτήμονας; Κάμε ελεημοσύνη, μόνο μέσα στην Εκκλησία, μόνο μέσα στο ένδυμα της, μόνο κάτω από τη βασίλισσα. Χρυσοΰφαντο το ένδυμα, ποικίλο το ένδυμα. Δε σου αποκλείω το δρόμο, γιατί η αφθονία των αρετών έκαμε εύκολη την οικονομία του βασιλιά.
«Με ένδυμα χρυσοΰφαντο ντυμένη, στολισμένη». Το ένδυμα της είναι ποικίλο˙ και αν θέλεις, εξέτασε το βάθος του λόγου αυτού και βλέπε το ένδυμα το χρυσοΰφαντο. Γιατί εδώ άλλοι είναι μοναχοί, άλλοι ζουν γάμο σεμνό, χωρίς να υστερούν πολύ από εκείνους˙ και άλλοι μ’ ένα γάμο, άλλες είναι χήρες στο άνθος της ηλικίας τους. Γιατί παράδεισος; γιατί ποικίλος; Επειδή έχει άνθη διάφορα και δένδρα και πολλά μαργαριτάρια. Πολλά είναι τα αστέρια, αλλά ένας ο ήλιος. Πολλοί οι τρόποι ζωής, αλλά ένας ο παράδεισος. Πολλοί είναι οι ναοί, αλλά ένας ο παράδεισος˙ πολλοί οι ναοί, αλλά μία η μητέρα. Το ένα είναι το σώμα, το άλλο τα μάτια, το άλλο τα δάκτυλα, αλλά όλοι είμαστε ένας. Γιατί είναι το ίδιο το μικρό και το μεγάλο και το ελάχιστο. Η άγαμη γυναίκα χρειάζεται την παντρεμένη, γιατί και η παρθένος άγαμη από γάμο προέρχεται, για να μην περιφρονεί το γάμο. Η παρθένος είναι ρίζα του γάμου. Όλα συνδέονται μεταξύ τους, τα μικρά με τα μεγάλα και τα μεγάλα με τα μικρά.
«Στάθηκε η βασίλισσα στα δεξιά σου, με φόρεμα χρυσοΰφαντο ντυμένη, στολισμένη». Και η συνέχεια˙ «άκουσε θυγατέρα». Ο παράνυμφος λέγει ότι πράκειται να βγεις σε συνάντηση του νυμφίου, που είναι ανώτερος από σένα στην ουσία, που είναι ανώτερος από σένα στη φύση. Εγώ είμαι παράνυμφος. «Άκουσε, θυγατέρα». Αμέσως έγινε η γυναίκα; Ναι, γιατί τίποτε δεν είναι σωματικό. Γιατί πραγματικά σαν γυναίκα την παντρεύτηκε, και σαν θυγατέρα την αγαπάει, και σαν δούλη τη φροντίζει, και σαν παρθένο τη φυλάγει, και σαν κήπο την περιτειχίζει, και σαν μέλος την περιποιείται, και σαν κεφαλή τη φροντίζει, και σαν ρίζα τη φυτεύει, και σαν ποιμένας τη βόσκει, και σαν νυμφίος την παντρεύεται, και σαν εξιλαστήριο θύμα τη συγχωρεί, και σαν πρόβατο θυσιάζεται, και σαν νυμφίος τη διατηρεί όμορφη, και σαν άνδρας φροντίζει για την κηδεμονία της. Πολλά είναι τα νοήματα, για ν’ απολαύσουμε έστω και ένα μικρό μέρος της οικονομίας του Θεού.
«Άκουσε, θυγατέρα, και δές», βλέπε τα ζητήματα του γάμου και τα πνευματικά πράγματα. «Άκουσε, θυγατέρα». Αυτή ήταν θυγατέρα των δαιμόνων πρώτα, θυγατέρα της γης, ανάξια της γης, και τώρα έγινε θυγατέρα του βασιλιά. Και το θέλησε αυτό ο εραστής της. Γιατί ο εραστής δεν εξετάζει τον τρόπο. Ο έρωτας δε βλέπει την ασχήμια˙ γι’ αυτό και ονομάζεται έρωτας, γιατί πολλές φορές αγαπάει και την άσχημη. Έτσι έκαμε και ο Χριστός. Είδε την άσχημη (γιατί δε θα μπορούσα να την πω όμορφη), και την ερωτεύθηκε, και την κάνει νέα, χωρίς να έχει κηλίδα ή ρυτίδα. Ω νυμφίος που ομορφαίνει την ασχήμια της νύμφης! «Άκουσε, θυγατέρα, άκουσε και δες». Δυό πράγματα λέγει, «άκουσε» και «βλέπε», και τα δύο από σένα˙ το ένα αναφέρεται στα μάτια και το άλλο στην ακοή. Επειδή λοιπόν την προίκα της την άκουε – αν και μερικοί προείδαν πιο γρήγορα, ας περιμένουν και τους ασθενέστερους˙ και σας που προλάβατε σας επαινώ και αυτούς που ακολουθούν τους συγχωρώ – επειδή την προίκα της την άκουε (τι σημαίνει την άκουε; Την πίστευε «γιατί η πίστη προέρχεται από την ακοή» την πίστευε, δεν την απολάμβανε, ούτε τη δοκίμαζε πλήρως), είπα προηγουμένως ότι σε δύο μέρη χώρισε την προίκα της, και το ένα της το έδωσε αντί για αρραβώνα, ενώ το άλλο της το υποσχέθηκε για το μέλλον.
Τι της έδωσε; Της έδωσε τη συγχώρηση των αμαρτημάτων, την απαλλαγή από την τιμωρία, τη δικαιοσύνη, τον αγιασμό, την απολύτρωση, το σώμα του Κυρίου, την τράπεζα τη θεία, την πνευματική, την ανάσταση των νεκρών. Γιατί όλα αυτά τα είχαν οι Απόστολοι. Λοιπόν άλλα έδωσε και άλλα υποσχέθηκε˙ και άλλα δοκίμαζε και τα απολάμβανε, και άλλα τα έλπιζε και τα πίστευε. Και άκου. Τι έδωσε; Το βάπτισμα, τη θυσία. Αυτά τα δοκίμαζε. Και βλέπε. Τι υποσχέθηκε; Την ανάσταση, την αφθαρσία των σωμάτων, την ένωση με τους αγγέλους, τη χορεία με τους αρχαγγέλους, τη συναναστροφή μαζί του, τη ζωή την αμόλυντη, τα αγαθά, «τα οποία μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και ανθρώπινος νους δεν τα συνέλαβε, τα οποία ο Θεός τα ετοίμασε γι’ αυτούς που τον αγαπούν».
16. Βάλτε αυτό που λέγω καλά στο μυαλό σας, μην το χάσετε˙ γι’ αυτό κουράζομαι, για να το καταλάβετε. Η προίκα της λοιπόν ήταν χωρισμένη σε δύο, στα παρόντα και στα μελλοντικά, σ’ αυτά που βλέπονται και σ’ εκείνα που ακούγονται, σ’ αυτά που δόθηκαν και σ’ εκείνα που πιστεύονται, σ’ αυτά που δοκιμάζονται και σ’ εκείνα που θ’ απολαμβάνονται, στα αγαθά της παρούσας ζωής και στα αγαθά μετά την ανάσταση. Αυτά τα βλέπεις, εκείνα τα ακούς. Πρόσεχε λοιπόν τι της λέγει, για να μη νομίσει πως αυτά μόνο έλαβε, μολονότι βέβαια ήταν μεγάλα και απόρρητα και ανώτερα από κάθε σκέψη. «Άκουσε, θυγατέρα, και δες»˙ άκουσε εκείνα και βλέπε αυτά, για να μη λέγεις, πάλι με την ελπίδα; Πάλι με την πίστη; Πάλι στο μέλλον; Και βλέπε˙ άλλα σου δίνω, άλλα σου υπόσχομαι˙ εκείνα λοιπόν να τα ελπίζεις, ενώ αυτά πάρε τα εγγύηση, αυτά πάρε τα αρραβώνα, αυτά πάρε τα για απόδειξη. Σου υπόσχομαι τη βασιλεία˙ πίστευε στα παρόντα, πίστευε σε μένα.
Μου υπόσχεται τη βασιλεία; Ναι. Το μεγαλύτερο σου το έδωσα, τον Κύριο της βασιλείας, «αυτός που δε λυπήθηκε τον Υιό του, αλλά τον παρέδωσε σε θάνατο για χάρη όλων μας, πως δε θα μας χαρίσει μαζί μ’ αυτόν τα πάντα;». Δίνεις την ανάσταση των σωμάτων; Ναι. το μεγαλύτερο σου έδωσα. Ποιο; Την απαλλαγή από την αμαρτία. Πώς είναι το μεγαλύτερο; Γιατί η αμαρτία γέννησε το θάνατο. Έσφαξα τη μητέρα, και δε θα σφάξω τον υιό της; Ξέρανα τη ρίζα, και δε θα καταστρέψω τον καρπό; «Άκουσε, θυγατέρα, και δες». Τι να δω; Τους νεκρούς να ανασταίνονται, τους λεπρούς να καθαρίζονται, τη θάλασσα να ημερώνει, τον παραλυτικό να θεραπεύεται, τον παράδεισο να ανοίγεται, τους άρτους να πολλαπλασιάζονται, τα αμαρτήματα να συγχωρούνται, το χωλό να πηδάει, το ληστή να γίνεται πολίτης του παραδείσου, τον τελώνη να γίνεται ευαγγελιστής, την πόρνη σεμνότερη από την παρθένο. «Άκουσε και δες». Άκουσε εκείνα και βλέπε αυτά. Από τα παρόντα πάρε απόδειξη˙ και για εκείνα σου έδωσα εγγυήσεις˙ αυτά θα είναι καλύτερα από τα παρόντα. Και τι θέλεις να λέγω; Αυτά είναι δικά μου.
«Άκουσε, θυγατέρα, και δες». Αυτά είναι η προίκα. Τι προσφέρει η νύμφη; Ας δούμε. Και συ πρόσφερε. Κάτι τέλος πάντων, για να μην είσαι χωρίς προίκα. Εγώ τι μπορώ, λέγει, να προσφέρω από τους βωμούς, από την κνίσα, από τους δαίμονες; Τι μπορώ να προσφέρω; Τι; Διάθεση και πίστη. «Άκουσε, θυγατέρα, και δες». Και τι θέλεις να κάμω; «Ξέχασε το λαό σου». Ποιο λαό; Τους δαίμονες, τα είδωλα, τον καπνό, την κνίσα, το αίμα. «Και δες και ξέχασε το λαό σου και το πατρικό σου σπίτι». Άφησε τον πατέρα σου και έλα σε μένα. Εγώ άφησα τον Πατέρα μου και ήρθα σε σένα, και συ δεν αφήνεις το δικό σου πατέρα; Αλλά το «άφησα» στην περίπτωση του Υιού μην το θεωρείς εγκατάλειψη. Έδειξα συγκατάβαση, προνόησα, έλαβα σάρκα. Αυτό είναι γνώρισμα του νυμφίου, αυτό της νύμφης, για να εγκαταλείψει τους γονείς, και να ενωθούμε ο ένας με τον άλλο. «Άκουσε, θυγατέρα, και δες και ξέχασε το λαό σου και το πατρικό σου σπίτι». Και τι μου δίνεις αν ξεχάσω; «Τότε ο βασιλιάς θα επιθυμήσει την ομορφιά σου».
Έχεις εραστή τον Κύριο. Αν έχεις αυτόν εραστή, έχεις και τα δικά του. Είθε να μπορέσετε να καταλάβετε το λεγόμενο, γιατί το νόημά του είναι λεπτό και θέλω να κλείσω το στόμα των Ιουδαίων. Αλλά δώστε, σας παρακαλώ, πιο μεγάλη προσοχή˙ γιατί είτε ακούει κανείς είτε δεν ακούει, εγώ σκάβω, εγώ οργώνω. «Άκουσε, θυγατέρα, και δες και ξέχασε το λαό σου και το πατρικό σου σπίτι, και τότε θα επιθυμήσει ο βασιλιάς την ομορφιά σου». Ομορφιά εδώ ο Ιουδαίος εννοεί την αισθητή, όχι την πνευματική, αλλά τη σωματική.
17. Πρόσεχε, ας μάθουμε τι είναι η σωματική ομορφιά και τι είναι η νοητή. Υπάρχει η ψυχή, υπάρχει το σώμα, δύο ουσίες υπάρχουν. Υπάρχει ομορφιά του σώματος και υπάρχει ομορφιά της ψυχή. Τί είναι η ομορφιά του σώματος; Φρύδι απλωμένο, μάτι γελαστό, μάγουλο κόκκινο, χείλη πορφυρά, λαιμός όρθιος, μαλλιά κυματιστά, δάκτυλα μακριά, σώμα όρθιο, λευκό χρώμα έντονο. Αυτή η ομορφιά η σωματική γίνεται από τη φύση ή από την προαίρεση; Είναι γενικά αποδεκτό πως από τη φύση γίνεται. Πρόσεχε για να μάθεις φιλοσοφικές σκέψεις. Αυτή η ομορφιά, του προσώπου, του ματιού, των μαλλιών, του μετώπου γίνεται από τη φύση ή από την προαίρεση; Είναι ολοφάνερο πως γίνεται από τη φύση. Γιατί η άσχημη, και αν ακόμη καλλωπισθεί άπειρες φορές, δεν μπορεί να γίνει όμορφη στο σώμα, αφού τα έργα της φύσης είναι ακίνητα, δεμένα με νόμους, δεν αλλάζουν. Η όμορφη λοιπόν είναι πάντοτε όμορφη, έστω και αν δεν καλλωπίζεται˙ η άσχημη όμως δεν μπορεί να κάμει κάτι όμορφο, ούτε η όμορφη άσχημο. Γιατί; Επειδή αυτά ανήκουν στη φύση. Είδες λοιπόν τη σωματική ομορφιά;
Ας έρθουμε μέσα στην ψυχή˙ η δούλη στην κυρία. Στην ψυχή ας έρθουμε. Βλέπε εκείνη την ομορφιά, ή καλύτερα άκου την, γιατί δεν μπορείς να την δεις, αφού είναι αόρατη. Άκου εκείνη την ομορφιά. Ποια είναι λοιπόν η ομορφιά της ψυχής; Η σωφροσύνη, η επιείκεια, η ελεημοσύνη του νόμου, η δικαιοσύνη, η συντριβή του νου. Αυτά είναι οι ομορφιές της ψυχής. Αυτά λοιπόν δεν ανήκουν στη φύση, αλλά στην προαίρεση. Και αυτός που δεν τα έχει μπορεί να τα λάβει, ενώ εκείνος που τα έχει αν αδιαφορήσει, τα έχασε. Γιατί, όπως έλεγα για το σώμα, ότι δηλαδή η άσχημη δεν μπορεί να γίνει όμορφη, έτσι και για την ψυχή το αντίθετο λέγω, ότι δηλαδή η άσχημη ψυχή μπορεί να γίνει όμορφη. Γιατί τι υπήρχε πιο άσχημο από την ψυχή του Παύλου όταν ήταν βλάσφημος και υβριστής, και τι πιο όμορφο απ’ αυτόν όταν έλεγε, «τον αγώνα τον καλό αγωνίσθηκα, το δρόμο τελείωσα, την πίστη τήρησα»; Τι πιο άσχημο από την ψυχή του ληστή; Και τι έγινε πιο όμορφο απ’ αυτόν, όταν άκουσε, «αλήθεια σου λέγω, σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο»; Τι πιο άσχημο από τον τελώνη όταν έκλεβε; Και τι πιο όμορφο όταν έδωσε τη δική του διάθεση;
Βλέπεις πώς την ομορφιά του σώματος δεν μπορείς να την αλλάξεις. Γιατί δεν εξαρτάται από την προαίρεση, αλλά από τη φύση. Η ομορφιά όμως της ψυχής αποκτάται από την προαίρεση. Έλαβες τους νόμους. Ποιους; Ότι η ομορφιά της ψυχής προέρχεται από την υπακοή στο Θεό. Γιατί, αν η άσχημη ψυχή υπακούσει στο Θεό, αποβάλλει την ασχήμια της και γίνεται όμορφη. «Σαύλε, Σαύλε, γιατί με καταδιώκεις; Και είπε, ποιος είσαι, Κύριε; Εγώ είμαι ο Ιησούς». Και υπάκουσε, και η υπακοή έκαμε την άσχημη ψυχή όμορφη. Πάλι στον τελώνη λέγει, «έλα, ακολούθα με». Και ο τελώνης σηκώθηκε και έγινε απόστολος˙ η άσχημη ψυχή έγινε όμορφη. Από πού; Από την υπακοή. Πάλι στους ψαράδες λέγει, «ελάτε, ακολουθήστε με, και θα σας κάνω να γίνεται ψαράδες ανθρώπων», και από την υπακοή έγινε όμορφη η ψυχή τους.
Ας δούμε εδώ ποια ομορφιά λέγει. «Άκουσε, θυγατέρα, και δες, και ξέχασε το λαό σου και το πατρικό σου σπίτι, και τότε ο βασιλιάς θα επιθυμήσει την ομορφιά σου». Ποια ομορφιά θα επιθυμήσει; Την ψυχική. Από πού; Γιατί ξέχασε. Λέγει, «άκουσε λοιπόν και ξέχασε». Αυτά ανήκουν στην προαίρεση. «Άκουσε», είπε. Η άσχημη ακούει, και η σωματική της ασχήμια δε διορθώνεται. Πες στην αμαρτωλή, άκουσε, και αν υπακούσει, βλέπε ποια είναι η ομορφιά της. Αφού λοιπόν η ασχήμια της νύμφης δεν ήταν φυσική, αλλά προαιρετική (γιατί δεν άκουσε το Θεό, αλλά τον παράκουσε), γι’ αυτό την οδηγεί με άλλο φάρμακο. Άσχημη λοιπόν έγινες όχι από τη φύση, αλλά από την προαίρεση σου˙ και όμορφη έγινες από την υπακοή σου. «Άκουσε, θυγατέρα, και δες και ξέχασε το λαό σου και το πατρικό σου σπίτι, και τότε ο βασιλιάς θα επιθυμήσει την ομορφιά σου». Έπειτα για να μάθεις, ότι δεν εννοεί τίποτε το αισθητό, όταν ακούς για την ομορφιά, μη νομίσεις το μάτι, ούτε τη μύτη, ούτε το στόμα, ούτε το λαιμό, αλλά την ευλάβεια, την πίστη, την αγάπη, τα εσωτερικά μας κάλλη. «Γιατί όλη η δόξα της θυγατέρας του βασιλιά προέρχεται από μέσα της». Και για όλα αυτά άς ευχαριστήσουμε το Θεό, τον ευεργέτη, γιατί σ’ αυτόν μόνο ανήκει η δόξα, η τιμή, η δύναμη, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου