Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

Κατά Μάρκο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Ε'(5) 24-34

Κατά Μάρκο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Ε'(5) 24-34

καὶ ἀπῆλθε μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν.


Καὶ γυνή τις οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἔτη δώδεκα,
καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα τὰ παρ᾿ ἑαυτῆς πάντα, καὶ μηδὲν ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα,
ἀκούσασα περὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ·
ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ ὅτι ἐὰν ἅψωμαι κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ, σωθήσομαι.
καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς, καὶ ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς μάστιγος.
καὶ εὐθέως ὁ ᾿Ιησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ ἔλεγε· τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων;
καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις τίς μου ἥψατο;
καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν.
ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ᾿ αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν.
ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου.


Νεοελληνική Απόδοση

Η θυγατέρα του Ιάιρου και η γυναίκα με την αιμορραγία

Και ο Ιησούς έφυγε μαζί του. Και τον ακολουθούσε πλήθος πολύ και τον συνέθλιβαν.
Και μια γυναίκα που είχε ροή αίματος δώδεκα έτη
και που έπαθε πολλά από πολλούς γιατρούς, και που δαπάνησε όλα τα υπάρχοντά της και που τίποτα δεν ωφελήθηκε αλλά μάλλον ήρθε στο χειρότερο,
όταν άκουσε για τον Ιησού, ήρθε μέσα στο πλήθος από πίσω του και άγγιξε το ρούχο του.
Γιατί έλεγε: «Αν αγγίξω και μόνο τα ρούχα του, θα σωθώ».
Και ευθύς ξεράθηκε η πηγή του αίματός της και κατάλαβε στο σώμα της ότι έχει γιατρευτεί από τη μάστιγά της.
Και ευθύς ο Ιησούς, επειδή κατανόησε μέσα του τη δύναμη που εξήλθε από αυτόν, στράφηκε πίσω στο πλήθος και έλεγε: «Ποιος μου άγγιξε τα ρούχα;»
Και του έλεγαν οι μαθητές του: «Βλέπεις το πλήθος να σε συνθλίβει και λες: “Ποιος με άγγιξε”;»
Και έβλεπε γύρω, για να δει εκείνη που έκανε αυτό.
Τότε η γυναίκα, που φοβήθηκε και έτρεμε, επειδή ήξερε αυτό που είχε γίνει σ’ αυτήν, ήρθε και έπεσε μπροστά στα πόδια του και του είπε όλη την αλήθεια.
Εκείνος της είπε: «Θυγατέρα μου, η πίστη σου σε έχει σώσει. Πήγαινε με ειρήνη και να είσαι υγιής από τη μάστιγά σου».


Κατά Ματθαίο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο ΚΒ'(22) 2-14

ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ.
καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν.
πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων· εἴπατε τοῖς κεκλημένοις· ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους.
οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὁ μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δὲ εἰς τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ·
οἱ δὲ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν.
ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε.
τότε λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοιμός ἐστιν, οἱ δὲ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι·
πορεύεσθε οὖν ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους,
καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καὶ ἀγαθούς· καὶ ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων.
εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου,
καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη.
τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.

Νεοελληνική Απόδοση

Η παραβολή των γάμων

«Η βασιλεία των ουρανών ομοιώθηκε μ’ έναν άνθρωπο βασιλιά, ο οποίος έκανε γάμους στο γιο του.
Και απέστειλε τους δούλους του να καλέσουν τους καλεσμένους στους γάμους, αλλά δεν ήθελαν να έρθουν.
Πάλι απέστειλε άλλους δούλους λέγοντας: Πείτε στους καλεσμένους: Ιδού, έχω ετοιμάσει το γεύμα μου, οι ταύροι μου και τα θρεφτάρια είναι σφαγμένα και είναι όλα έτοιμα. ελάτε στους γάμους.
Εκείνοι αμέλησαν και έφυγαν, ο ένας στο δικό του αγρό, ο άλλος στο εμπόριό του.
Και οι υπόλοιποι, αφού συνέλαβαν τους δούλους του, τους κακομεταχειρίστηκαν και τους σκότωσαν.
Τότε ο βασιλιάς οργίστηκε και, αφού έστειλε τα στρατεύματά του, εξολόθρεψε τους φονιάδες εκείνους και την πόλη τους έκαψε.
Τότε λέει στους δούλους του: Ο γάμος βέβαια είναι έτοιμος, αλλά οι καλεσμένοι δεν ήταν άξιοι.
Πηγαίνετε, λοιπόν, στις διακλαδώσεις των οδών και όσους βρείτε καλέστε τους στους γάμους.
Και αφού εξήλθαν οι δούλοι εκείνοι στους δρόμους, σύναξαν όλους όσους βρήκαν, κακούς και καλούς. Και γέμισε ο γάμος από εκείνους που κάθονταν, για να φάνε.
Όταν εισήλθε όμως ο βασιλιάς, για να δει εκείνους που κάθονταν, για να φάνε, είδε εκεί έναν άνθρωπο που δεν ήταν ντυμένος με ένδυμα γάμου,
και του λέει: Σύντροφε, πώς εισήλθες εδώ μην έχοντας ένδυμα γάμου; Εκείνος αποστομώθηκε.
Τότε ο βασιλιάς είπε στους διακόνους: Δέστε του πόδια και χέρια και πετάξτε τον έξω στο σκότος το εξώτερο – εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών.
Γιατί πολλοί είναι κλητοί, αλλά λίγοι εκλεκτοί».


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου