Δευτέρα 25 Απριλίου 2022

Πράξεις Αποστόλων, Α'(1) 12-17

Πράξεις Αποστόλων, Α'(1) 12-17

Τότε ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἔστιν ἐγγὺς ῾Ιερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν.


καὶ ὅτε εἰσῆλθον, ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν καταμένοντες, ὅ τε Πέτρος καὶ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης καὶ ᾿Ανδρέας, Φίλιππος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ Ματθαῖος, ᾿Ιάκωβος ᾿Αλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ ᾿Ιούδας ᾿Ιακώβου.
οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ.
Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἀναστὰς Πέτρος ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν εἶπεν· ἦν τε ὄχλος ὀνομάτων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν εἴκοσιν·
ἄνδρες ἀδελφοί, ἔδει πληρωθῆναι τὴν γραφὴν ταύτην ἣν προεῖπε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον διὰ στόματος Δαυῒδ περὶ ᾿Ιούδα τοῦ γενομένου ὁδηγοῦ τοῖς συλλαβοῦσι τὸν ᾿Ιησοῦν,
ὅτι κατηριθμημένος ἦν σὺν ἡμῖν καὶ ἔλαχε τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης.


Νεοελληνική Απόδοση

Η εκλογή του διαδόχου του Ιούδα

Τότε επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ από το όρος που καλείται Ελαιώνας, που είναι κοντά στην Ιερουσαλήμ απέχοντας οδό Σαββάτου.
Και όταν εισήλθαν, ανέβηκαν στο υπερώο όπου παράμεναν συνεχώς, ο Πέτρος και ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος και ο Ανδρέας, ο Φίλιππος και ο Θωμάς, ο Βαρθολομαίος και ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος ο γιος του Αλφαίου και ο Σίμωνας ο Ζηλωτής και ο Ιούδας ο γιος του Ιακώβου.
Αυτοί όλοι συνεχώς επέμεναν καρτερικά και ομόψυχα στην προσευχή μαζί με μερικές γυναίκες και με τη Μαριάμ, τη μητέρα του Ιησού, και με τους αδελφούς του.
Και κατά τις ημέρες αυτές σηκώθηκε ο Πέτρος στο μέσο των αδελφών και είπε – ήταν ένα πλήθος περίπου εκατόν είκοσι ατόμων στο ίδιο μέρος:
«Άντρες αδελφοί, έπρεπε να εκπληρωθεί η Γραφή που προείπε το Πνεύμα το Άγιο μέσω του στόματος του Δαβίδ για τον Ιούδα, που έγινε οδηγός σ’ αυτούς που συνέλαβαν τον Ιησού,
γιατί ήταν καταριθμημένος μεταξύ μας και έλαχε τον κλήρο αυτής της διακονίας.

Πράξεις Αποστόλων, Α'(1) 21-26

Δεῖ οὖν τῶν συνελθόντων ἡμῖν ἀνδρῶν ἐν παντὶ χρόνῳ ἐν ᾧ εἰσῆλθεν καὶ ἐξῆλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς,
ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος ᾿Ιωάννου ἕως τῆς ἡμέρας ἧς ἀνελήφθη ἀφ᾿ ἡμῶν, μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ γενέσθαι σὺν ἡμῖν ἕνα τούτων.
Καὶ ἔστησαν δύο, ᾿Ιωσὴφ τὸν καλούμενον Βαρσαββᾶν, ὃς ἐπεκλήθη ᾿Ιοῦστος, καὶ Ματθίαν,
καὶ προσευξάμενοι εἶπον· σὺ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξον ὃν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δύο ἕνα,
λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς, ἐξ ἧς παρέβη ᾿Ιούδας πορευθῆναι εἰς τὸν τόπον τὸν ἴδιον.
καὶ ἔδωκαν κλήρους αὐτῶν, καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπὶ Ματθίαν, καὶ συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων.

Νεοελληνική Απόδοση

Η εκλογή του διαδόχου του Ιούδα

Πρέπει, λοιπόν, από τους άντρες που μας συνόδεψαν καθόλο το χρόνο που εισήλθε και εξήλθε μ’ εμάς ο Κύριος Ιησούς,
όταν άρχισε από το βάφτισμα του Ιωάννη ως την ημέρα που αναλήφτηκε από εμάς, ένας από αυτούς να γίνει μαζί μας μάρτυρας της ανάστασής του».
Και έστησαν δύο για να διαλέξουν: τον Ιωσήφ που καλείται Βαρσαβάς, ο οποίος επικλήθηκε Ιούστος, και το Ματθία.
Και αφού προσευχήθηκαν, είπαν: «Εσύ Κύριε, καρδιογνώστη όλων, ανάδειξε αυτόν που εξέλεξες, έναν από τούτους τους δύο,
για να λάβει τη θέση αυτής της διακονίας και της αποστολής από την οποία παραιτήθηκε ο Ιούδας, για να πορευτεί στη θέση τη δική του».
Και έδωσαν κλήρους γι’ αυτούς και έπεσε ο κλήρος στο Ματθία και συγκαταριθμήθηκε μαζί με τους έντεκα αποστόλους.


Πράξεις Αποστόλων, ΙΒ'(12) 1-11

Κατ΄ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν ῾Ηρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας.
ἀνεῖλε δὲ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν ᾿Ιωάννου μαχαίρᾳ.
καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς ᾿Ιουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι τῶν ἀζύμων·
ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ.
ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ.

῞Οτε δὲ ἔμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ ῾Ηρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν.
καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων. ἀνάστα ἐν τάχει· καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν.
εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου. ἐποίησε δὲ οὕτω. καὶ λέγει αὐτῷ· περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι.
καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν.
διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ρύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ᾿ αὐτοῦ.
καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῶ εἶπε· νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς ῾Ηρῴδου καὶ πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν ᾿Ιουδαίων.

Νεοελληνική Απόδοση

Ο θάνατος του Ιακώβου και η φυλάκιση του Πέτρου

Κατ’ εκείνο λοιπόν τον καιρό, έβαλε ο Ηρώδης ο βασιλιάς τα χέρια πάνω σε μερικούς που ήταν από την εκκλησία, για να τους κακοποιήσει.
Θανάτωσε τότε τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Ιωάννη, με μάχαιρα.
Όταν είδε λοιπόν ότι είναι αρεστό στους Ιουδαίους, συνέχισε και συνέλαβε και τον Πέτρο – ήταν τότε οι ημέρες της εορτής των Αζύμων –
τον οποίο και έπιασε και έθεσε στη φυλακή, ενώ τον παράδωσε σε τέσσερις τετράδες στρατιωτών για να τον φυλάνε, θέλοντας μετά το Πάσχα να τον φέρει πάνω, από τη φυλακή στο λαό.
Αφενός λοιπόν τον Πέτρο επιτηρούσαν μέσα στη φυλακή. Αφετέρου προσευχή συνεχώς γινόταν ένθερμα από την εκκλησία προς το Θεό γι’ αυτόν.

Ο Πέτρος ελευθερώνεται από τη φυλακή

Όταν λοιπόν έμελλε ο Ηρώδης να τον φέρει μπροστά στο λαό, τη νύχτα εκείνη ο Πέτρος κοιμόταν μεταξύ δύο στρατιωτών, δεμένος με δυο αλυσίδες, και φύλακες μπροστά στη θύρα επιτηρούσαν τη φυλακή.
Και ιδού, άγγελος Κυρίου στάθηκε ξαφνικά από πάνω και φως έλαμψε μέσα στο οίκημα. Χτύπησε τότε την πλευρά του Πέτρου και τον ξύπνησε λέγοντας: «Σήκω γρήγορα». Και του έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια.
Είπε τότε ο άγγελος προς αυτόν: «Ζώσου και βάλε τα σανδάλια σου». Και έκανε έτσι. Και του λέει: «Φόρεσε το πανωφόρι σου και ακολούθα με».
Και τότε εξήλθε και τον ακολουθούσε, και δεν είχε καταλάβει ότι είναι αληθινό αυτό που γινόταν με τον άγγελο. Αλλά νόμιζε πως βλέπει όραμα.
Αφού πέρασαν λοιπόν την πρώτη φρουρά και τη δεύτερη, ήρθαν μπροστά στην πύλη τη σιδερένια που φέρει προς την πόλη, η οποία αυτόματα τους ανοίχτηκε και, αφού εξήλθαν, προχώρησαν σ’ ένα δρομάκι, και αμέσως απομακρύνθηκε ο άγγελος από αυτόν.
Και ο Πέτρος ήρθε στον εαυτό του και είπε: «Τώρα καταλαβαίνω αληθινά ότι έστειλε ο Κύριος τον άγγελό του και με ελευθέρωσε από το χέρι του Ηρώδη και από όλη την προσδοκία του λαού των Ιουδαίων».


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου