Σάββατο 30 Απριλίου 2022

Πράξεις Αποστόλων, Γ'(3) 11-16

Πράξεις Αποστόλων, Γ'(3) 11-16

Κρατοῦντος δὲ τοῦ ἰαθέντος χωλοῦ τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην συνέδραμε πρὸς αὐτοὺς πᾶς ὁ λαὸς ἐπὶ τῇ στοᾷ τῇ καλουμένῃ

Σολομῶντος ἔκθαμβοι.
᾿Ιδὼν δὲ Πέτρος ἀπεκρίνατο πρὸς τὸν λαόν· ἄνδρες ᾿Ισραηλῖται, τί θαυμάζετε ἐπὶ τούτῳ, ἢ ἡμῖν τί ἀτενίζετε ὡς ἰδίᾳ δυνάμει ἢ εὐσεβείᾳ πεποιηκόσι τοῦ περιπατεῖν αὐτόν;
ὁ Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακώβ, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, ἐδόξασε τὸν παῖδα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· ὃν ὑμεῖς μὲν παρεδώκατε καὶ ἠρνήσασθε αὐτὸν κατὰ πρόσωπον Πιλάτου, κρίναντος ἐκείνου ἀπολύειν·
ὑμεῖς δὲ τὸν ἅγιον καὶ δίκαιον ἠρνήσασθε, καὶ ᾐτήσασθε ἄνδρα φονέα χαρισθῆναι ὑμῖν,
τὸν δὲ ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ἀπεκτείνατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, οὗ ἡμεῖς μάρτυρές ἐσμεν.
καὶ ἐπὶ τῇ πίστει τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τοῦτον, ὃν θεωρεῖτε καὶ οἴδατε, ἐστερέωσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ἡ πίστις ἡ δι᾿ αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτῷ τὴν ὁλοκληρίαν ταύτην ἀπέναντι πάντων ὑμῶν.


Νεοελληνική Απόδοση

Το κήρυγμα του Πέτρου στη στοά του Σολομώντα

Ενώ, λοιπόν, αυτός κρατούσε τον Πέτρο και τον Ιωάννη, έτρεξε μαζί όλος ο λαός έκθαμβος προς αυτούς στη στοά που καλείται “του Σολομώντα”.
Όταν το είδε τότε ο Πέτρος, αποκρίθηκε προς το λαό: «Άντρες Ισραηλίτες, τι θαυμάζετε γι’ αυτό ή τι ατενίζετε σ’ εμάς σαν με δική μας δύναμη ή ευσέβεια να είχαμε κάνει αυτόν να περπατά;
Ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ, ο Θεός των πατέρων μας, δόξασε το δούλο του τον Ιησού, τον οποίο εσείς παραδώσατε σε θάνατο και τον αρνηθήκατε απέναντι στο πρόσωπο του Πιλάτου, ενώ εκείνος αποφάσισε να τον αφήσει ελεύθερο.
Εσείς όμως αρνηθήκατε τον άγιο και δίκαιο και ζητήσατε έναν άντρα φονιά να χαριστεί σ’ εσάς,
ενώ τον αρχηγό της ζωής σκοτώσατε, που ο Θεός έγειρε από τους νεκρούς, του οποίου εμείς είμαστε μάρτυρες.
Και εξαιτίας της πίστης στο όνομά του, τούτον που βλέπετε και ξέρετε τον στερέωσε το όνομά του, και η πίστη που προέρχεται μέσω αυτού του έδωσε την ολοκληρωτική αυτήν υγεία απέναντι σε όλους εσάς.


Πράξεις Αποστόλων, ΙΒ'(12) 1-11

Κατ΄ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν ῾Ηρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας.
ἀνεῖλε δὲ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν ᾿Ιωάννου μαχαίρᾳ.
καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς ᾿Ιουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι τῶν ἀζύμων·
ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ.
ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ.

῞Οτε δὲ ἔμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ ῾Ηρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν.
καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων. ἀνάστα ἐν τάχει· καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν.
εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου. ἐποίησε δὲ οὕτω. καὶ λέγει αὐτῷ· περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι.
καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν.
διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ρύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ᾿ αὐτοῦ.
καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῶ εἶπε· νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς ῾Ηρῴδου καὶ πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν ᾿Ιουδαίων.

Νεοελληνική Απόδοση

Ο θάνατος του Ιακώβου και η φυλάκιση του Πέτρου

Κατ’ εκείνο λοιπόν τον καιρό, έβαλε ο Ηρώδης ο βασιλιάς τα χέρια πάνω σε μερικούς που ήταν από την εκκλησία, για να τους κακοποιήσει.
Θανάτωσε τότε τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Ιωάννη, με μάχαιρα.
Όταν είδε λοιπόν ότι είναι αρεστό στους Ιουδαίους, συνέχισε και συνέλαβε και τον Πέτρο – ήταν τότε οι ημέρες της εορτής των Αζύμων –
τον οποίο και έπιασε και έθεσε στη φυλακή, ενώ τον παράδωσε σε τέσσερις τετράδες στρατιωτών για να τον φυλάνε, θέλοντας μετά το Πάσχα να τον φέρει πάνω, από τη φυλακή στο λαό.
Αφενός λοιπόν τον Πέτρο επιτηρούσαν μέσα στη φυλακή. Αφετέρου προσευχή συνεχώς γινόταν ένθερμα από την εκκλησία προς το Θεό γι’ αυτόν.

Ο Πέτρος ελευθερώνεται από τη φυλακή

Όταν λοιπόν έμελλε ο Ηρώδης να τον φέρει μπροστά στο λαό, τη νύχτα εκείνη ο Πέτρος κοιμόταν μεταξύ δύο στρατιωτών, δεμένος με δυο αλυσίδες, και φύλακες μπροστά στη θύρα επιτηρούσαν τη φυλακή.
Και ιδού, άγγελος Κυρίου στάθηκε ξαφνικά από πάνω και φως έλαμψε μέσα στο οίκημα. Χτύπησε τότε την πλευρά του Πέτρου και τον ξύπνησε λέγοντας: «Σήκω γρήγορα». Και του έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια.
Είπε τότε ο άγγελος προς αυτόν: «Ζώσου και βάλε τα σανδάλια σου». Και έκανε έτσι. Και του λέει: «Φόρεσε το πανωφόρι σου και ακολούθα με».
Και τότε εξήλθε και τον ακολουθούσε, και δεν είχε καταλάβει ότι είναι αληθινό αυτό που γινόταν με τον άγγελο. Αλλά νόμιζε πως βλέπει όραμα.
Αφού πέρασαν λοιπόν την πρώτη φρουρά και τη δεύτερη, ήρθαν μπροστά στην πύλη τη σιδερένια που φέρει προς την πόλη, η οποία αυτόματα τους ανοίχτηκε και, αφού εξήλθαν, προχώρησαν σ’ ένα δρομάκι, και αμέσως απομακρύνθηκε ο άγγελος από αυτόν.
Και ο Πέτρος ήρθε στον εαυτό του και είπε: «Τώρα καταλαβαίνω αληθινά ότι έστειλε ο Κύριος τον άγγελό του και με ελευθέρωσε από το χέρι του Ηρώδη και από όλη την προσδοκία του λαού των Ιουδαίων».


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου