Κατά Μάρκο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Ε'(5) 22-24
Καὶ ἔρχεται εἷς τῶν ἀρχισυναγώγων, ὀνόματι ᾿Ιάειρος, καὶ ἰδὼν αὐτὸν πίπτει πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ
καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλά, λέγων ὅτι τὸ θυγάτριόν μου ἐσχάτως ἔχει, ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς αὐτῇ τὰς χεῖρας, ὅπως σωθῇ καὶ ζήσεται.
καὶ ἀπῆλθε μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν.
Νεοελληνική Απόδοση
Η θυγατέρα του Ιάιρου και η γυναίκα με την αιμορραγία
Και έρχεται ένας από τους αρχισυνάγωγους με το όνομα Ιάιρος και, όταν τον είδε, πέφτει μπροστά στα πόδια του
και τον παρακαλεί πολύ λέγοντας: «Η μικρή θυγατέρα μου είναι στα τελευταία της. Να έρθεις και να επιθέσεις σε αυτήν τα χέρια, για να σωθεί και να ζήσει».
Και ο Ιησούς έφυγε μαζί του. Και τον ακολουθούσε πλήθος πολύ και τον συνέθλιβαν.
Κατά Μάρκο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Ε'(5) 35-43
῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχονται ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγοντες ὅτι ἡ θυγάτηρ σου ἀπέθανε· τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον;
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εὐθέως ἀκούσας τὸν λόγον λαλούμενον λέγει τῷ ἀρχισυναγώγῳ· μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε.
καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὑτῷ οὐδένα συνακολουθῆσαι εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν ᾿Ιακώβου.
καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ θόρυβον, καὶ κλαίοντας καὶ ἀλαλάζοντας πολλά,
καὶ εἰσελθὼν λέγει αὐτοῖς· τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει, καὶ κατεγέλων αὐτοῦ.
ὁ δὲ ἐκβαλὼν πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον,
καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς τοῦ παιδίου λέγει αὐτῇ· ταλιθά, κοῦμι· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω, ἔγειρε.
καὶ εὐθέως ἀνέστη τὸ κοράσιον καὶ περιεπάτει· ἦν γὰρ ἐτῶν δώδεκα. καὶ ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ.
καὶ διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ ἵνα μηδεὶς γνῷ τοῦτο· καὶ εἶπε δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν.
Νεοελληνική Απόδοση
Η θυγατέρα του Ιάιρου και η γυναίκα με την αιμορραγία
Ενώ αυτός μιλούσε ακόμη, έρχονται από την οικία του αρχισυνάγωγου λέγοντας: «Η θυγατέρα σου πέθανε. τι ενοχλείς ακόμα το δάσκαλο;»
Αλλά ο Ιησούς παραμέλησε τα λόγια που λέγονταν και λέει στον αρχισυνάγωγο: «Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε».
Και δεν άφησε κανέναν να ακολουθήσει μαζί του παρά μόνο τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδελφό του Ιακώβου.
Και έρχονται στον οίκο του αρχισυνάγωγου, και βλέπει το θόρυβο και αυτούς που έκλαιγαν και αλάλαζαν πολύ
και, όταν εισήλθε, τους λέει: «Τι θορυβείστε και κλαίτε; Το παιδί δεν πέθανε αλλά κοιμάται».
Και τον περιγελούσαν. Αυτός, όμως, αφού τους έβγαλε όλους, παραλαβαίνει τον πατέρα του παιδιού και τη μητέρα κι εκείνους που ήταν μαζί του, και μπαίνει εκεί όπου ήταν το παιδί.
Και αφού κράτησε το χέρι του παιδιού, της λέει: «Ταλιθα κουμ», που όταν ερμηνεύεται σημαίνει: «Κοριτσάκι, σου λέω, σήκω».
Και ευθύς σηκώθηκε το κοριτσάκι και περπατούσε. Γιατί ήταν δώδεκα ετών. Και έμειναν εκστατικοί ευθύς από μεγάλη κατάπληξη.
Και τους διέταξε αυστηρά να μη μάθει κανείς αυτό, και είπε να της δώσουν να φάει.
Κατά Μάρκο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο ΣΤ'(6) 1-1
Καὶ ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῦ· καὶ ἀκολουθοῦσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Η απόρριψη του Ιησού στη Ναζαρέτ
Και εξήλθε από εκεί και έρχεται στην πατρίδα του, και τον ακολουθούν οι μαθητές του.
Κατά Λουκά Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Ζ'(7) 36-50
᾿Ηρώτα δέ τις αὐτὸν τῶν Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη.
καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου
καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ.
ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι.
καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν. ὁ δέ φησι· διδάσκαλε, εἰπέ.
δύο χρεωφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι· ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα.
μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο· τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον αὐτὸν ἀγαπήσει;
ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ὀρθῶς ἔκρινας.
καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε.
φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ᾿ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας.
ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας.
οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ.
εἶπε δὲ αὐτῇ· ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι.
καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν;
εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
Νεοελληνική Απόδοση
Ο Ιησούς συγχωρεί μια αμαρτωλή γυναίκα
Τον παρακαλούσε τότε κάποιος από τους Φαρισαίους να φάει μαζί του. Και αφού εισήλθε στον οίκο του Φαρισαίου, κάθισε, για να φάει.
Και ιδού μια γυναίκα που ήταν αμαρτωλή μέσα στην πόλη, και που έμαθε ότι γευματίζει στην οικία του Φαρισαίου, αφού έφερε αλαβάστρινο δοχείο με μύρο
και στάθηκε πίσω, κλαίγοντας κοντά στα πόδια του, με τα δάκρυά της άρχισε να βρέχει τα πόδια του και με τις τρίχες της κεφαλής της τα σκούπιζε, και καταφιλούσε τα πόδια του και τα άλειφε με το μύρο.
Όταν είδε τότε αυτά ο Φαρισαίος που τον κάλεσε, είπε μέσα του: «Αυτός, αν ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τι είδους είναι η γυναίκα που τον αγγίζει, γιατί είναι αμαρτωλή».
Και αποκρίθηκε ο Ιησούς και είπε προς αυτόν: «Σίμωνα, έχω κάτι να σου πω». Εκείνος του λέει: «Δάσκαλε, πες το».
«Κάποιος δανειστής είχε δύο χρεοφειλέτες: ο ένας όφειλε πεντακόσια δηνάρια, και ο άλλος πενήντα.
Επειδή δεν είχαν να αποδώσουν το χρέος, το χάρισε και στους δύο. Ποιος λοιπόν από αυτούς θα τον αγαπήσει περισσότερο;»
Αποκρίθηκε ο Σίμωνας και είπε: «Υποθέτω, αυτός στον οποίο χάρισε τα περισσότερα». Εκείνος είπε σ’ αυτόν: «Ορθά έκρινες».
Και αφού στράφηκε προς τη γυναίκα, είπε στο Σίμωνα: «Βλέπεις αυτήν τη γυναίκα; Εισήλθα στην οικία σου, νερό δε μου έδωσες για τα πόδια. Αυτή, όμως, με τα δάκρυά της μου έβρεξε τα πόδια και με τα μαλλιά της τα σκούπισε.
Φίλημα δε μου έδωσες. Αυτή, όμως, από τη στιγμή που εισήλθα δε σταμάτησε να μου καταφιλά τα πόδια.
Με λάδι το κεφάλι μου δεν το άλειψες. Αυτή, όμως, με μύρο άλειψε τα πόδια μου.
Γι’ αυτό, σου λέω, έχουν αφεθεί οι αμαρτίες της οι πολλές, γιατί αγάπησε πολύ. Σ’ όποιον όμως λίγο αφήνεται, λίγο αγαπά».
Είπε τότε σ’ αυτήν: «Σου έχουν αφεθεί οι αμαρτίες».
Και εκείνοι που κάθονταν μαζί του για να φάνε άρχισαν να λένε μεταξύ τους: «Ποιος είναι αυτός που αφήνει και αμαρτίες;»
Είπε τότε προς τη γυναίκα: «Η πίστη σου σε έχει σώσει. Πήγαινε με ειρήνη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου