ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (4/4)
Σήμερα 4/4 εορτάζουν:
- Όσιος Γεώργιος ο εν Μαλεώ
- Όσιος Ζωσιμάς
- Άγιοι Θεόδουλος και Αγαθάπους
- Αγία Φερφούθη μετά της αδελφής και ανιψιάς της
- Όσιος Πόπλιος
- Όσιος Πλάτων ηγούμενος της Μονής Στουδίου
- Όσιοι Θεωνάς. Συμεών και Φερβίνος
- Όσιος Θεωνάς Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
- Όσιος Ιωσήφ ο Πολύαθλος
- Άγιος Ισίδωρος Επίσκοπος Σεβίλλης
- Όσιος Ζωσιμάς εκ Ρωσίας
- Όσιος Ιωσήφ
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ποὺ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Μαλαιό
Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε ὁλόψυχα τὸν Κύριο. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ γονεῖς του, παρὰ τὴν θέλησή του, θέλησαν νὰ τὸν παντρέψουν, ὁ Γεώργιος ἔγινε μοναχὸς καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ὅλη του τὴν δύναμη σὲ κάθε εἴδους ἄσκηση, δηλαδὴ νηστεία, σκληραγωγία, προσευχή, μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ ἄλλα. Πολλοὶ ποὺ προσέτρεχαν στὸν Ὅσιο, φωτίζονταν καὶ ἐπέστρεφαν διὰ τῆς μετανοίας στὸν Χριστό. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἦταν πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν, δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχο νὰ προσευχηθεῖ καὶ ὁ Ὅσιος ἀποσύρθηκε στὸ ὄρος Μαλαιὸ ὅπου ἡσύχαζε. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ μαζεύτηκε πλῆθος Μοναχῶν, τοὺς ὁποίους ὁ Ὅσιος καθοδηγοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ ἄσκηση. Τόσο δὲ πρόκοψε στὴν ἀρετή, ὥστε ἔγινε ξακουστὸς καὶ θαυμαστὸς καὶ στοὺς ἄρχοντες, ἀκόμα καὶ στοὺς βασιλεῖς, στοὺς ὁποίους εἶχε γράψει πολλὲς καὶ ἀξιόλογες συμβουλευτικὲς ἐπιστολὲς γιὰ διάφορα ζητήματα. Τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, προεῖπε ὁ Ὅσιος πρὶν τρία χρόνια. Ἔτσι ἀφοῦ ἀσθένησε γιὰ λίγο, μάζεψε τοὺς μοναχοὺς τοῦ ὄρους Μαλαιό, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε θεῖες συμβουλὲς παρέδωσε τὴν δικαία ψυχή του στὸν Θεό, ποὺ τόσο ἀγάπησε ἀπὸ βρέφος.
Οἱ Ἅγιοι Θεόδουλος καὶ Ἀγαθάπους (ἢ Ἀγαθόπους)
Κατάγονταν καὶ οἱ δυὸ ἀπὸ τὴν νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ, τὴ Θεσσαλονίκη. Ἔζησαν στὰ πρῶτα χρόνια τῶν διωγμῶν. Ὁ Ἀγαθάποδας ἦταν γέροντας καὶ νεώτερος ὁ Θεόδουλος. Ἀλλὰ ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη τοὺς ἔνωνε ἀδελφικότατα. Μελετοῦσαν μαζὶ τὶς Γραφές, ἐργάζονταν γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μοχθοῦσαν ὑπηρετῶντας τοὺς πάσχοντες καὶ στερημένους ἀδελφούς τους. Κάποια νύχτα, ὅμως, συνέβη κάτι παράδοξο. Εἶδαν καὶ οἱ δυὸ τὸ ἴδιο ὄνειρο. Ὅτι, δηλαδή, ταξίδευαν μὲ πλοῖο καὶ ξαφνικὰ ἔγινε τρικυμία, καὶ τὸ πλοῖο ἔσπασε στὰ δυό. Αὐτοί, ὅμως, σώθηκαν καὶ ἀνέβηκαν σ᾿ ἕνα βουνό, ποὺ ἡ κορυφή του ἔφθανε στὸν οὐρανό. Τὴν ἑπομένη μέρα, τὸ ὄνειρο ἔγινε πραγματικότητα. Τοὺς συλλαμβάνουν καὶ κατάλαβαν ὅτι τοὺς περίμεναν κύματα θανάτου. Ὁ ἄρχοντας Φουστῖνος ζητᾶ νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Αὐτοί, καὶ οἱ δυό, Τὸν ὁμολογοῦν μὲ θάῤῥος. Τότε, τοὺς ῥίχνουν στὴ θάλασσα. Στὸ βυθό της, βέβαια, πῆγαν τὰ φθαρτά τους σώματα. Οἱ ψυχές τους, ὅμως, ἀνέβηκαν στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀξιώθηκαν νὰ φέρουν «ἐπὶ τὰς κεφάλας αὐτῶν στεφάνους χρυσούς». Νὰ ἔχουν, δηλαδή, στὰ κεφάλια τοὺς στεφάνια χρυσά, σύμβολα τῆς νίκης καὶ τοῦ ἐνδόξου θριάμβου τους.
Ἡ Ἁγία Φερφούθη μετὰ τῆς ἀδελφῆς καὶ ἀνιψιᾶς της
Ὄνομα τελείως ἄγνωστο στούς περισσότερους. Καί πράγματι εἶναι ὄνομα ξενικό, Περσικό, πού ἀνήκει στήν ἔνδοξη Περσίδα μάρτυρα. Διότι ὁ Χριστιανισμός ἄκμασε καί στήν Περσία, καί μάλιστα πολύ ἐγκαίρως. Ἀλλά καί πολεμήθηκε ἀπό τούς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες ἄρχοντες. Κι ὅμως δοξάσθηκε πολύ καί ἔχει νά παρουσίασει χιλιάδες καί μυριάδες Μάρτυρες. Μεταξύ αὐτῶν καί ἡ Φερφούθα μέ τήν ἀδελφή της καί τή νεαρή κόρη τῆς ἀδελφῆς της.
Ἡ Φερφούθα ἦταν ἀνεψιά τοῦ ἱερομάρτυρος Ἐπισκόπου Συμεών, ὁ ὁποῖος μαζί μέ ἄλλους χίλιους Μάρτυρες ἐπισφράγισε τήν ἁγία ζωή του μέ μαρτυρικό θάνατο, ἄξιο τοῦ καλοῦ ποιμένος. Ἦταν τότε ἐποχή τῆς αὐτοκρατορίας στήν Ἀνατολή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Στήν Περσία βασίλευε ὁ βασιλεύς Σαπώρ ὁ Β, φανατικός εἰδωλολάτρης. Κάποτε ἀσθένησε ἡ σύζυγος τοῦ βασιλέως μέ ἀσθένεια σοβαρή. Καί καθώς οἱ ἰατροί τῆς Περσίας δέν ἦταν σέ θέση νά τήν θεραπεύσουν, ὁ βασιλεύς κατέφυγε στούς πολυπληθεῖς ἐκεῖ μάγους. Καί οἱ πιό κορυφαῖοι ἀπ’ αὐτούς ἀπέδωσαν τήν ἀσθένεια τῆς βασίλισσας στίς μαγικές ἐνέργειες τῆς Φερφούθας καί τῆς ἀδελφῆς της. Καί τίς παρουσίασαν στόν βασιλιά καί στό περιβάλλον του ὡς ὑπεύθυνες γιά τήν ἀσθένεια τῆς βασίλισσας. Καί τό ἔκαναν αὐτό εἴτε διότι τίς ἔβλεπαν νά ἀσχολοῦνται μέ θρησκευτικούς τύπους, ἄγνωστους καί ὕποπτους γι’ αὐτούς, ξένους ἀπό τά εἰδωλολατρικά συνηθισμένα, εἴτε διότι τίς γνώριζαν ὡς Χριστιανές καί ἤθελαν νά τίς ἐκδικηθοῦν.
Ἦταν φυσικό ὁ Σαπώρ νά δεχθεῖ τή γνώμη τῶν ἔμπιστων μάγων του. Γι’ αὐτό καί ἔδωσε τήν ἐντολή νά συλληφθοῦν οἱ δυό ἀδελφές καί νά ὁδηγηθοῦν σέ ἀνάκριση, τήν ὁποία ὁ βασιλεύς ἀνέθεσε στόν ἀρχιμάγο Μαπτόν. Κι αὐτός τίς ἀνέκρινε μέ ἐπιμονή καί μέ τρόπο βίαιο. Παρόλα αὐτά δέν μπόρεσε νά στηρίξει καμμία κατηγορία σέ βάρος τους. Ἡ Φερφούθα, γιά νά ἀποδείξει τήν ἀθωότητά της, μεταξύ τῶν ἄλλων ἐπιχειρημάτων της ἀνέφερε καί τήν ἰδιότητά της ὡς Χριστιανῆς. Εἴμαστε Χριστιανές, εἶπε, καί ἡ πίστη μας, ἡ θρησκεία μας δέν δέχεται, δέν μᾶς ἐπιτρέπει τήν μαγεία. Εἴμαστε ἀθῶες!
Ναί, ἡ κατηγορία δέν ἀποδείχθηκε ἀληθινή. Ὅμως ὁ ἀνακριτής ἀρχιμάγος Μαπτόν δέν θέλησε νά ἀπαλλάξει τίς ἀδελφές ἀπό τήν κατηγορία. Ἀντίθετα πρόσθεσε καί τή νέα κατηγορία ὅτι ἦταν Χριστιανές. Διπλή λοιπόν ἡ κατηγορία ἐναντίον τῶν δυό ἀδελφῶν, ἡ μία ὅτι ἀσχολοῦνταν μέ τή μαγεία, ἡ ἄλλη, ἡ χριστιανική τους ἰδιότητα. Ἀλλά αὐτά σύμφωνα μέ τόν ἀνακριτή ἐπιβάλλουν τήν ποινή τοῦ θανάτου. Ἔτσι μέ πολλή εὐκολία ὁ βασιλεύς κατεδίκασε τήν Φερφούθα, τήν ἀδελφή της καί τήν νεαρή ἀνεψιά της σέ θάνατο. Εὔκολη ἀπόφαση, στήν ὁποία τακτικά κατέφευγε ὁ ἀνεξέλεγκτος ἡγεμόνας. Στήν περίπτωση μάλιστα αὐτήν πολύ εὐκολότερα, ἐφόσον τόν ἔπεισαν ὅτι αἰτία τῆς σοβαρῆς καί ἀθεράπευτης ἀσθένειας τῆς συζύγου του ἦταν οἱ δυό μάγισσες Χριστιανές ἀδελφές. Ποιός μποροῦσε νά ἐμποδίσει τόν βασιλιά στήν ἀπόφασή του, ἐφόσον δέν πίστευε σέ Θεό δίκαιο Κριτή;
Ἡ Φερφούθα, ἡ ἀδελφή καί ἡ ἀνεψιά της δέθηκαν γερά σέ πασσάλους, ὥστε νά μήν εἶναι δυνατόν νά ξεφύγουν οὔτε κἄν νά κινηθοῦν. Ἐκεῖ οἱ δήμιοι ὑποβάλλουν τίς Μάρτυρες σέ μαρτύριο φρικτό, φρικοδέστερο τοῦ ὁποίου ἴσως δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει. Μέ μεγάλα πριόνια τίς πριόνισαν. Πριόνισαν τά σώματά τους καθέτως, ἀπό τό κεφάλι πρός τά πόδια, καί τά χώρισαν στά δυό. Δέν μποροῦμε ἐδῶ νά μιλήσουμε γιά πόνο τοῦ μαρτυρίου. Διότι ἡ λέξη πόνος δέν μπορεῖ νά ἀποδώσει τή φρίκη τοῦ μαρτυρίου, τό ὁποῖο ὑπέστησαν ζωντανές. Τό ὑπέστησαν ὅμως ἐν Κυρίῳ. Γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ἀλήθεια του, γιά νά μείνουν σταθερές σ’ ὅσα πίστευαν καί ζοῦσαν, σ’ ὅσα οἱ ἴδιες δίδασκαν στό περιβάλλον τους. Καί ὑπέμειναν τό φοβερότερο μαρτύριο, γιά νά μή χωρισθοῦν ἀπό τόν Χριστό. Δέν τό γράφει αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος; «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χρίστου; θλῖψις, ἤ στενοχώρια, ἤ διωγμός, ἤ λιμός, ἤ γυμνότης, ἤ κίνδυνος, ἤ μάχαιρα»; (Ρωμ. η΄ 35).
Διαμερισμένα τά σώματά τους τά κάρφωσαν σέ ξύλα, τά ἔβαλαν τό ἕνα ἀπέναντι στό ἄλλο, γιά νά δημιουργηθεῖ ἕνας στενός διάδρομος. Καί ἀπό τόν διάδρομο αὐτόν ἔβαλαν νά περάσει ἡ βασίλισσα. Καί ἡ βασίλισσα, ἡ βαρειά ἀσθενής, αὐτόματα θεραπεύθηκε πλήρως καί μέ θαυμαστό τρόπο. Θαῦμα μέγα, πού ἔγινε μπροστά στά ἔκπληκτα βλέμματα τοῦ βασιλιά καί τῆς συνοδείας του. Θαῦμα τοῦ Θεοῦ, πού πιστοποιεῖ τή δύναμη τῶν Ἁγίων μετά θάνατον, τή δύναμη τῶν ἱερῶν τους Λειψάνων. Ἄραγε συγκλονίσθηκαν οἱ βασιλεῖς καί οἱ ἐπιτελεῖς τους ἀπό τό θαῦμα; Αὐτό δέν τό γνωρίζουμε! Ἐκεῖνο πού γνωρίζουμε, εἶναι ὅτι ὁ Κύριος τίμησε τίς τρεῖς αὐτές Μάρτυρες καί μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Καί τελικά τίς στεφάνωσε μέ τόν ἁμαράντινο στεφάνι τῆς αἰωνίου δόξης.
Ναί, οἱ Χριστιανές αὐτές γυναῖκες κατηγορήθηκαν, συκοφαντήθηκαν, ὑπέστησαν σκληρό μαρτύριο. Καί ἦταν φυσικό, ἐφόσον ἔζησαν σ’ ἕνα εἰδωλολατρικό περιβάλλον, ἐχθρικό καί ἀνίκανο νά κατανόησει τήν πίστη τους, τήν ἐν Χριστῷ καινή ζωή. Ὅμως δέν ὑπέστειλαν τή σημαία τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀληθείας. Ἔμειναν πιστές στόν Χριστό μέχρι θανάτου! Ἰσχύει καί γι’ αὐτές ὅ,τι βεβαίωσε ὁ Κύριος γιά τούς Ἐπισκόπους Περγάμου καί Σάρδεων: «Ὅτι κρατεῖς τό ὄνομά μου, καί οὐκ ἠρνήσω τήν πίστιν μου… ὁμολογήσω τό ὄνομά σου ἐνώπιον τοῦ πατρός μου καί ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ» (Ἀποκ. β΄ 13, γ΄ 5). Ἄξιες θαυμασμοῦ, τιμῆς καί μιμήσεως!
Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Ὁ Ὅσιος Πούπλιος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Θεωνᾶς ποὺ ἀσκήτευσε στὴ Μονὴ Παντοκράτορας Ἁγίου Ὄρους καὶ
κατόπιν ἔγινε Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ὅσοι προσκυνητὲς φθάσουν στὴν Ἱ. Μονὴ Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας – ποὺ βρίσκεται σὲ γραφικὸ ὕψωμα ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ Βασιλικά, ἀνατολικὰ τῆς Θεσσαλονίκης – καὶ εἰσέλθουν στὸ καθολικό της (στὸν κεντρικὸ δηλαδὴ Ναό), ἀντικρίζουν μὲ δέος στὸ δεξιὸ κλίτος τὴν ἱερὴ Λάρνακα μὲ ἄφθαρτο τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ ἁγίου Θεωνᾶ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἐπὶ αἰῶνες τώρα ἀπὸ τῆς κοιμήσεώς του (1541) ἀναπαύεται ὁ σεπτὸς Ἱεράρχης στὸν γαλήνιο καὶ ἥσυχο αὐτὸν τόπο ποὺ τόσο ἀγάπησε, ἀνακαίνισε καὶ λάμπρυνε ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ μὲ τὴν ὁσία ζωή του. Ποιὸς ὅμως ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Θεωνᾶς;
Ἅγιος τοῦ 16ου αἰῶνος μὲ ἄγνωστη τὴν καταγωγή του. Κάποιοι ὑπέθεσαν ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὴ Βέροια ἢ τὴ Λέσβο. Στὰ πρῶτα στοιχεῖα τῆς βιογραφίας του τὸν συναντοῦμε στὴν ἁγιασμένη πολιτεία τοῦ Ἄθωνα νὰ ἀσκεῖ καθήκοντα ἐφημερίου στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παντοκράτορος. Σύντομα ὅμως τὸν ἔθελξε ἡ πνευματικὴ μορφὴ τοῦ ὁσίου Ἰακώβου τοῦ Ἰβηροσκητιώτη (τοῦ μετέπειτα νεομάρτυρος), ποὺ εἶχε φήμη σπουδαίου διδασκάλου ἀρετῆς σ’ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος. Γι’ αὐτὸ ζήτησε καὶ ἔγινε δεκτὸς στὴ μικρή του συνοδεία, ποὺ βρισκόταν στὸ μονύδριο τοῦ Τιμίου Προδρόμου πάνω ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων. Ὁ Θεωνᾶς ὡς ὑποτακτικὸς τοῦ Ἰακώβου προέκοπτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους στὰ πνευματικὰ ἀθλήματα τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς. Καὶ συνέχεια εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, σκιρτώντας ἀπὸ χαρὰ ποὺ τοῦ χάρισε ἕναν τέτοιο «οὐράνιο γέροντα».
Τὸ 1518 ὁ Ἰάκωβος φωτιζόμενος ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ τοὺς ἕξι μαθητές του σὲ περιοδεία γιὰ νὰ στηρίξει στὴν πίστη τοὺς χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς του. Ἀκολούθησαν τὸν δρόμο πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη, κατέβηκαν στὸν Πλαταμώνα, πέρασαν ἀπὸ τὰ Μετέωρα ἐνισχύοντας τοὺς ἐκεῖ Μοναχοὺς καὶ κατέληξαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου περιοχῆς Δερβέκιστας (Ἀναλήψεως) τῆς Αἰτωλίας καὶ ἄρχισαν ἀμέσως τὸ ἱεραποστολικό τους ἔργο. Ἕνα ἦταν τὸ σύνθημα τοῦ Ἰακώβου: «νὰ προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἐφαρμόζουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴν κάνουν οἱ ἄνθρωποι κανένα κακό». Ὁ κόσμος διψοῦσε γιὰ τὴ θεία διδασκαλία. Πλήθη λαοῦ ἔτρεχαν σὰν διψασμένα ἐλάφια ἀπὸ τὰ γύρω χωριὰ γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴν ψυχωφελὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γέροντος, νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ νὰ γυρίσουν πίσω ἀναγεννημένοι ὄχι μόνο πνευματικὰ ἀλλὰ καὶ σωματικά, ἀφοῦ καὶ θαύματα πολλὰ γίνονταν σὲ ἀσθενεῖς.
Ὅμως τὸ ἁγνὸ καὶ καρποφόρο αὐτὸ ἔργο τὸ φθόνησε ὁ διάβολος. Ἀκούστηκαν συκοφαντίες γιὰ τὸν Ἰάκωβο ὅτι ὑποκινεῖ τὸ λαὸ σὲ ἐπανάσταση. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους μαζὶ μὲ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του, τὸν διάκονο Ἰάκωβο καὶ τὸν μοναχὸ Διονύσιο. Καὶ ἀφοῦ τοὺς βασάνισαν σκληρά, τοὺς ἀπαγχόνισαν τὴν 1η Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1519 στὸ Διδυμότειχο καὶ στὴν Ἀδριανούπολη.
Ὁ ἅγιος Θεωνᾶς μὲ τοὺς ὑπόλοιπους Μοναχοὺς τῆς συνοδείας τοῦ ἁγίου Ἰακώβου ἦλθαν στὴ Σιμωνόπετρα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια περίπου πληροφορήθηκαν ὅτι οἱ τρεῖς νεομάρτυρες – συμμοναστές τους εἶχαν ταφεῖ στὸ Ἀρβανιτοχώρι, πέντε χιλιόμετρα ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη. Πῆγαν λοιπὸν ἐκεῖ καὶ μὲ ἱερὴ κατάνυξη ἔκαμαν τὴν ἀνακομιδὴ τῶν τιμίων Λειψάνων τους καὶ ἐπέστρεψαν πάλι στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Τὸ 1522 μὲ τοὺς πολύτιμους θησαυροὺς τῶν χαριτοβρύτων Λειψάνων τῶν ὁσιονεομαρτύρων τους ἔφθασαν στὰ ἀνατολικὰ μέρη τῆς Θεσσαλονίκης (περιοχὴ Γαλάτιστα Χαλκιδικῆς) καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὸ μικρὸ καὶ ἐγκαταλελειμμένο τότε Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας. Ὁ Θεωνᾶς ἀναγνωρίσθηκε ἀμέσως ἡγούμενος τῆς μικρῆς συνοδείας. Μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια καὶ προσωπικὴ ἐργασία ὁ ἅγιος Θεωνᾶς ἀνακαίνισε τὸ Μοναστήρι καὶ τὸ μετέβαλε σὲ μιὰ φιλάνθρωπη πνευματικὴ κυψέλη μὲ Σχολεῖο, Νοσοκομεῖο καὶ ἐννέα παρεκκλήσια. Γιὰ τὴν εὐρύτερη περιοχὴ ἡ Μονὴ ἦταν ἕνας πνευματικὸς φάρος ποὺ γλυκὰ καὶ παρήγορα φώτιζε καὶ στήριζε τὸ σκλαβωμένο τότε Γένος μας. Ὁ ἅγιος Θεωνᾶς ἀγαποῦσε πολὺ τὴν κατὰ Θεὸν ἡσυχία, τὴν περισυλλογὴ τοῦ νοῦ καὶ τὴν ἄσκηση γιὰ τὸν προσωπικό του ἐξαγνισμό (σώζεται ἀκόμη τὸ ἀσκητήριό του). Δὲν ὑστέρησε ὅμως καὶ πρὸς τὸ ἄλλο καθῆκον τῆς διαποιμάνσεως τῆς ἱερᾶς συνοδείας του, ποὺ ἔφθασε τοὺς 150 Μοναχούς. Ὅλους αὐτοὺς τοὺς καθοδηγοῦσε μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια στὴ μοναχικὴ πολιτεία καί τούς μόρφωνε «κατὰ Θεὸν» μὲ τὶς ἅγιες διδαχές του.
Ἡ εἴδηση τῆς φωτεινῆς καὶ πλούσιας σὲ ἀρετὴ ζωῆς του εἶχε φθάσει μέχρι τὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης. Γι’ αὐτὸ ὅταν ὁ θρόνος της χήρευσε τὸ 1535 περίπου, ὅλοι προέκριναν τὸν ὅσιο καὶ ἐνάρετο Θεωνᾶ ὡς νέο Ἀρχιεπίσκοπό της. Ἐκεῖ μὲ τὰ πλούσια καὶ σπάνια χαρίσματα τῆς σοφίας, τῆς πραότητος καὶ τῆς καλοσύνης του ὁδήγησε στὴν «ὁδὸ τῆς σωτηρίας» πλήθη πνευματικῶν του παιδιῶν. Ὄρθιος νύκτα καὶ ἡ μέρα στὶς πνευματικὲς ἐπάλξεις ἀγρυπνοῦσε προσευχόμενος γιὰ τὸ ποίμνιό του διαφυλάττοντάς το ἀπὸ τοὺς νοητοὺς λύκους τῶν αἱρέσεων.
Ὁ ἅγιος Θεωνᾶς μὲ θεοφιλὴ ἀρχιερατεία δόξασε τὸν Θεὸ καὶ λάμπρυνε τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης μέχρι τὴν ἐκδημία του τὸ 1541! Τὸ ὄνομά του προφέρεται μὲ εὐλάβεια καὶ τιμὴ ἀπὸ ὅλο τὸν χριστιανικὸ κόσμο τῆς Θεσσαλονίκης μέχρι σήμερα. Ἱερὲς εἰκόνες του κοσμοῦν πλήθη Ναῶν (Ὑπαπαντῆς, Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ...) καὶ παρεκκλησίων.
Ἅγιος Θεωνᾶς! Μιὰ ὁσιακὴ μορφὴ μὲ γνήσιο ἀσκητικὸ πνεῦμα καὶ αὐθεντικὴ ἱεραποστολικὴ διακονία. Μιὰ μορφὴ ποὺ βάδισε τὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ μὲ πιστότητα, γενναιότητα καὶ αὐτοθυσία. Ἂς γίνει ἡ ζωή του καὶ δική μας ζωή.
«Ἅγιε θεοφόρε Θεωνᾶ, Ἐκκλησίας καλλονὴ καὶ δοχεῖον τοῦ Παρακλήτου, ἀπαύστως δυσώπει ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
«Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς
Ἀπὸ μικρὸς ἀσκήθηκε σ᾿ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ἀρετῶν. Ἐπισκέφθηκε γύρω στοὺς χίλιους διακρινόμενους γιὰ τὴν ἀρετή τους Ἀσκητές, καὶ ἀπὸ κάθε ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔπαιρνε θεοπρεπῆ ὑποδείγματα ἀκριβοῦς καὶ ὀρθῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Μετὰ ἀπὸ μία περίοδο ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ὁ Ζωσιμᾶς, πῆγε στὸ Μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό, ὅπου μόναζε μαζὶ μὲ τοὺς ἐκεῖ μοναχούς. Κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὅπως συνήθιζε, βγῆκε στὴν ἔρημο γιὰ περισσότερηἄσκηση. Ἐκεῖ συνάντησε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγύπτια, καὶ ἀφοῦ τὴν δίδαξε καὶ τὴνκαθοδήγησε, καὶ ὠφελήθηκε καὶ αὐτὸς ἀπ᾿ αὐτή, ἐπέστρεψε στὸ Μοναστήρι του, ὅπου διηγήθηκε στοὺς ἐκεῖ Πατέρες τὸ θαῦμα ποὺ συνάντησε στὴν ἔρημο. Τὸν ἑπόμενοχρόνο, ἐπανῆλθε στὸν τόπο αὐτὸ τῆς ἐρήμου, ὅπου καὶ πάλι συνάντησε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγύπτια καὶ τὴν μετάλαβε τῶν Ἀχράντων καὶ Ζωοποιῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων. Ὅταν ὅμως καὶ τὸν ἑπόμενο χρόνο ἐπανῆλθε, τὴν βρῆκε νεκρὴ καὶ τὴν κήδευσε. Μετὰ ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, πῆγε καὶ διηγήθηκε τὰ γεγονότα στὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, καὶ ἀργότερα τὰ παρέδωσε ἐγγράφως στοὺς μεταγενέστερους γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια. Ὁ Ζωσιμᾶς πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα μέσα στὸ κελλί του, ἀσκούμενος μέχρι τέλους στὴν ἀρετή.
Ὁ Ὅσιος Πλάτων ἡγούμενος τῆς Μονῆς Στουδίου
Ὁ γνωστὸς γιὰ τὴν αὐστηρότητα τῆς ζωῆς του καὶ καθηγητὴς τοῦ ἀσκητισμοῦ Ὅσιος Πλάτων, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 732 ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς καὶ πλούσιους, τοῦ Στεργίου καὶ τῆς Εὐφημίας. Στὴν ἀρχὴ ἦταν βασιλικὸς Νοτάριος στ᾿ ἀνάκτορα, ἀλλ᾿ ἀπαρνήθηκε τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ πῆγε στὸν Ὄλυμπο (Μ. Ἀσίας), ὅπου ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ τῶν Συμβόλων. Κατόπιν ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρέλαβε τοὺς ἀνιψιοὺς τοῦ Θεόδωρο καὶ Ἰωσὴφ (τὸν μετέπειτα μητροπολίτη Θεσσαλονίκης), καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του καὶ ἀποσύρθηκε στὰ μέρη τῆς Προῦσας, ὅπου σὲ ἰδιόκτητο κτῆμα του ἔκτισε τὴν λεγόμενη Μονὴ τοῦ Σακκουδίωνος, τῆς ὁποίας ἔγινε καὶ ἡγούμενος. Λόγω ὅμως ἀσθενείας του, παρέδωσε τὴν ἡγουμενία στὸν ἀνιψιό του Θεόδωρο. Ἀλλὰ οἱ βαρβαρικὲς ἐπιδρομές, τὸν ἀνάγκασαν μαζὶ μὲ τὸ πνευματικό του ποίμνιο νὰ ἐπιστρέψει στὴ βασιλεύουσα, ὅταν τοῦ δόθηκε ἡ Μονὴ Στουδίου, ἐρημωμένη τότε, γιὰ νὰ τὴν κατοικήσει, τῆς ὁποίας μετὰ τὴν ἀνακαίνιση ἔγινε ἡγούμενος. Ἀτυχῶς, ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα τοῦ χαρακτῆρα του, ἦλθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν βασιλιὰ Κων/νο τὸν ΣΤ´, γιὰ τὸν γάμο του μὲ τὴν Θεοδότη καὶ ἐξορίστηκε. Κατόπιν ἀνακλήθηκε καὶ πῆρε ἐνεργὸ μέρος κατὰ τῆς εἰκονομαχίας καὶ ὑπέστη μαζὶ μὲ τοὺς ἀνιψιούς του Θεόδωρο καὶ Ἰωσήφ, συνεχεῖς ἐξορίες καὶ κακουχίες μέχρι ποὺ πέθανε στὶς 4 Ἀπριλίου τοῦ 814.
Οἱ Ὅσιοι Θεωνᾶς, Συμεὼν καὶ Φερβῖνος
Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ὁ Νέος Ἱερομάρτυρας Νικήτας
Δὲν εἶναι γνωστὸς ἴσως σέ πολλοὺς ὁ ἅγιος Νεομάρτυς Νικήτας. Ἀποτελεῖ ὅμως κι αὐτὸς ἀστέρα φαεινὸ μέσα στὸν γαλαξία τῶν Νεομαρτύρων τῆς Τουρκοκρατίας. Μαρτύρησε τὸ Μέγα Σάββατο, στίς 4 Ἀπριλίου τοῦ 1808 στὴν πόλη τῶν Σερρῶν. Γι’ αὐτό καὶ εἶναι ὁ πολιοῦχος καὶ προστάτης τῆς πόλεως.
῾Ως ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ Ἁγίου ἀναφέρουν ὁρισμένοι τὴν ἡρωϊκὴ καὶ εὔανδρη, τὴν δοκιμασμένη Βόρειο Ἤπειρο, ὅπου γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1760-1770 μ.Χ. Φαίνεται ὅμως περισσότερο πιθανὸς ὡς τόπος καταγωγῆς ὁ ἁγιώνυμος Πόντος καὶ ἰδιαιτέρως ἡ Τραπεζοῦντα. ᾿Εκεῖ ἔμεναν οἱ γονεῖς του καὶ ἦταν βαπτισμένοι Χριστιανοί. Λόγῳ ὅμως τῆς καταστάσεως ποὺ ἐπικρατοῦσε τότε ἐκεῖ ἐξαιτίας τοῦ διωγμοῦ, ἐνῷ κρυφὰ ἐπιτελοῦσαν τὰ χριστιανικά τους καθήκοντα, κατ᾿ ἀνάγκην καὶ μὲ θλίψη πολλὴ κρύβονταν καὶ ὑπεκρίνονταν τοὺς μουσουλμάνους, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι στὴν ἐποχήν τους κρυπτοχριστιανοί.
Πιστὸς καὶ ἐνάρετος ὁ Ἅγιός μας, νέος τότε στὴν ἡλικία, ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον ῎Ορος καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν ὀνομαστὴ Σκήτη τῆς προμήτορος ἁγίας Ἄννης. ᾿Εκεῖ, ὄχι μόνο μποροῦσε νὰ ἐπιτελεῖ ἐλεύθερα τὰ ἱερά του καθήκοντα, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀπολαμβάνει, ὅπως ποθοῦσε ἡ ψυχή του, τὴ μοναχικὴ ζωή. ῾Υπετάγη σ’ ἕναν εὐλαβῆ καὶ ἐνάρετο Γέροντα, κι αὐτός, ὅταν διεπίστωσε τὸν εἰλικρινῆ καὶ ἔνθεο ζῆλο τοῦ ὑποτακτικοῦ του, τὸν προπαρεσκεύασε καὶ στὸν κατάλληλο καιρὸ τὸν ὁδήγησε στὴ μοναχικὴ κουρὰ μὲ τὸ μέγα Σχῆμα καὶ μὲ τὸ ἐκφραστικὸ ὄνομα Νικήτας. ῾Η ὅλη του πολιτεία, ἀρχικῶς στὴν ἁγία Ἄννα καὶ στή συνέχεια στὴν ἱερὰ Κοινοβιακὴ Μονὴ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, ἀπέδειξε τὸν Νικήτα «σκεῦος ἐκλογῆς», καλὸν ἀγωνιστὴ καὶ νικητὴ τῶν ἱερῶν ἀγώνων, κατάλληλο καὶ γιὰ τὴν ἱερωσύνη. Καὶ δέχθηκε τὴν ἱερωσύνη ὁ Νικήτας μὲ πολλὴ συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη.
῞Ομως ὁ λογισμὸς τὸν ἐνοχλοῦσε. Καὶ μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου τὸν ἐνοχλοῦσε ἐντονότερα. ῞Οτι δηλαδὴ αὐτὸς ἀπολαμβάνει στὴν μοναχικὴ πολιτεία ὑπερκόσμια πνευματικὰ ἀγαθὰ καὶ ἀσφαλισμένος βαδίζει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Οἱ συμπατριῶτες του ὅμως; Αὐτοί, μέσα στὸν κόσμο τῆς πλάνης, τῶν πειρασμῶν καὶ τοῦ διωγμοῦ, ἀδιαφώτιστοι, τί θὰ γίνουν; Ποιός θὰ «εὐαγγελισθεῖ τὰ ἀγαθά» σ’ αὐτοὺς; Αὐτὸς εἶναι πρόθυμος καὶ παίρνει τὴν ἀπόφαση καὶ τὸ αἷμα του ἀκόμη νὰ χύσει γιὰ τὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς βοήθειας τῶν συνανθρώπων του, τῶν ὑποδούλων Χριστιανῶν. Μετὰ ἀπὸ συζητήσεις μὲ τὸν ἅγιο Ἡγούμενο τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς καὶ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντός του τῆς ἁγίας Ἄννης, φεύγει ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ τὴν Μεγάλη Δευτέρα, 30 Μαρτίου τοῦ 1808 φθάνει, ὡς πρῶτο σταθμό, στίς Σέρρες.
᾿Εδῶ «παροξύνεται», ἐρεθίζεται τὸ πνεῦμα του ἀπὸ τὰ τουρκικὰ τζαμιά, ποὺ ἀντικρύζει νὰ κυριαρχοῦν περήφανα, καὶ συγκλονίζεται μὲ τὴν σκέψη ὅτι οἱ Χριστιανοὶ βρίσκονται καὶ ζοῦν ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν ᾿Οθωμανῶν. Νύκτα κατευθύνεται στὴν Μονὴ ῾Ηλιόκαλη, μετόχι τῆς Μονῆς Εἰκοσιφοινίσσης. ᾿Εκεῖ, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν ἱερὸ τόπο καὶ τὴν ὁλονύκτια θερμὴ προσευχή, θερμαίνεται περισσότερο ὁ ἱεραποστολικὸς ζῆλος του καί, ἀφοῦ ἐξομολογεῖται, ξεκινᾶ τὸ πρωΐ, γιά τὸ ἔργο του.
Δὲν πρόλαβε νὰ βγεῖ ἀπό τή Μονή καὶ βρίσκει ἕναν ἄνθρωπο χωλό. Τὸν πλησιάζει καὶ ἀρχίζει τὴν Κατήχηση. Τοῦ εἶπε πολλὰ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν πίστη καὶ στή συνέχεια τράβηξε τὸν δρόμο του, ὅπου θὰ τὸν περίμενε παρόμοιον καθῆκον. ῞Ομως ὁ πρῶτος ἐκεῖνος ἄνθρωπος τὸν κατέδωσε καὶ τὸν παρέδωσε στὸν «βοεβόδα», τὸν Τοῦρκο διοικητή τῆς πόλεως. Κι αὐτός, χωρὶς καμμία συζήτηση, τὸν ἔκλεισε ἀμέσως στὴν φυλακή, μέχρι τὴν Μεγάλη Πέμπτη. Καὶ τὴν Μεγάλη Πέμπτη οἱ δεσμοφύλακες τὸν ὁδήγησαν πάλι στὸν διοικητή, ποὺ περιστοιχιζόταν ἀπὸ ἄλλους ἀξιωματούχους τῆς πόλεως. Τὸν ἐξέταζαν ἐπὶ ὥρα πολλή. Τὸν ἐξευτέλισαν μὲ τὶς εἰρωνεῖες καὶ τὶς ὕβρεις. Τὸν ἐξέλαβαν ὡς τρελλὸ καὶ τὸν περιέπαιζαν. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος συνετός, σταθερός, θαρραλέος, ὁμολογεῖ καὶ κηρύττει τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς διηγεῖται τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου, τὴν σωτήριο Σταύρωσή Του καὶ τὴν τριήμερο Ἀνάσταση. Τοὺς μιλᾶ γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ, γιὰ τὴ θαυμαστὴ διάδοσή του. Τέλος τοὺς καλεῖ νὰ πιστεύσουν, γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ οἱ ἴδιοι. Βεβαίως οἱ «ἐπίσημοι» ἀκροατές του ἀντιλήφθηκαν πλέον ὅτι δὲν εἶχαν μπροστά τους ἕναν τρελλό, ἀλλὰ ἕναν ἐνθουσιώδη εὐθαρσῆ Μοναχὸ ἱεραπόστολο καὶ κατὰ συνέπεια ἐπικίνδυνο γιὰ τὴν θρησκεία τους. Γι’ αὐτό μὲ τὴ συγκατάθεση καὶ τοῦ Μπέη τὸν φυλάκισαν καὶ πάλι μέχρι τὸ Μέγα Σάββατο.
Τὸ Μέγα Σάββατο, 4 Ἀπριλίου, ἦταν ἡ ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τοῦ Νεομάρτυρος Νικήτα. Τὸν βασάνισαν ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ πέρασαν ἀπὸ πάνω του τὰ φρικτότερα μαρτύρια. Ἄναψαν κερὶ καὶ τὸ ἔχωσαν μέσα στὰ ρουθούνια του… Τοποθέτησαν στὸ κεφάλι του σιδερένιο πυρωμένο στεφάνι μὲ ἀγκιδωτὲς αἰχμές. Ττρυποῦσαν τὰ νύχια τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν του μὲ αἰχμηρὰ ἀντικείμενα. Τὸν κτυποῦσαν ἀδυσώπητα μὲ γροθιὲς στὸ πρόσωπο καὶ σ’ ὅλο τὸ σῶμα. Μαρτύριο ὁλοήμερο καὶ φρικτό. Καὶ ὅμως, παρὰ τὸν φρικτὸ πόνο, ἡ σκέψη τοῦ Μάρτυρος κατευθυνόταν συνεχῶς στὸ μαρτύριο τοῦ πρώτου Μάρτυρος, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος τὴν προηγουμένη ἡμέρα, Μεγάλη Παρασκευή, ὑπέστη ἀδιαμαρτύρητα τὸν σταυρικό ἐπώδυνο θάνατο, γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Τελικῶς ὁδηγοῦν τὸν ἱεραπόστολο ἱερομόναχο στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. ᾿Εκεῖ δένουν θηλιὰ καὶ τὸν κρεμοῦν ἀπὸ τὸν λαιμό.
Ψάλλει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός·
«῾Ως τρυφάς, θείῳ ἔρωτι, τὰς βασάνους λελόγισαι καὶ τὸν βιαιότατο ὄντως θάνατον, τὸν δι᾿ ἀγχόνης, μακάριε, καὶ χαίρων ἀνέδραμες πρὸς ἀθάνατο ζωήν».
Ναί, ὁ Μάρτυς παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριό του τὴν νύκτα, ὅταν «ἐπέφωσκε» ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, Μέγα Σάββατο, 4 Ἀπριλίου τοῦ 1808. Στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Σερρῶν φυλάσσεται ἱερὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖο οἱ εὐσεβεῖς προσκυνητές ἀσπάζονται μὲ πολλὴ εὐλάβεια. Κι ἔχει πλέον ἀναγερθεῖ στίς Σέρρες νέος περικαλλὴς Ναὸς τοῦ Ἁγίου. ῾Ωραῖα τὸ ψάλλει καὶ πάλι ὁ ἱερὸς ὑμνωδός· «Πόλις ἡγιάσθη τῶν Σερρῶν τῇ σῇ μακαρίᾳ ἀθλήσει, Νικήτα ἔνδοξε, ἣν φύλαττε μαρτυρικῇ πρεσβείᾳ σου».
Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου